ὀχεῖον: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] τό, 1) das männliche Thier, das zur Zucht gehalten wird, Beschäler, Zuchthengst, Zuchtstier, Zuchtbock, τὰ ὀχεῖα ἐκ τῶν θηλειῶν οὐκ ἐξαίρουσι, Arist. H. A. 6, 18, öfter; auch der Hahn, gen. an. 1, 21. – 2) der Ort für diese Thiere, Gestüt, Lycurg. bei Harpocrat. – 3) (von [[ὀχέω]]) = [[ὄχος]], [[ὄχημα]]; ἵππων ὄνων τ' ὀχεῖα, Aesch. frg. 180; Dinarch. bei Harpocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] τό, 1) das männliche Thier, das zur Zucht gehalten wird, Beschäler, Zuchthengst, Zuchtstier, Zuchtbock, τὰ ὀχεῖα ἐκ τῶν θηλειῶν οὐκ ἐξαίρουσι, Arist. H. A. 6, 18, öfter; auch der Hahn, gen. an. 1, 21. – 2) der Ort für diese Thiere, Gestüt, Lycurg. bei Harpocrat. – 3) (von [[ὀχέω]]) = [[ὄχος]], [[ὄχημα]]; ἵππων ὄνων τ' ὀχεῖα, Aesch. frg. 180; Dinarch. bei Harpocr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />étalon, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχεῖον''': τό, ([[ὀχεύω]]) [[ζῷον]] ἄρρεν τρεφόμενον [[ὅπως]] βατεύῃ τὰ [[θήλεα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 9, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· [[ἀλεκτρυών]], [[αὐτόθι]] 1. 21, 10· ἵππων ὄνων τ’ ὀχεῖα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194· ὠνοῦνταί μοι τὸν ἵππον [[ὀχεῖον]], δηλ. εἰς ὀχείαν ἀποδεδειγμένον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. 2) ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται [[ὀχεία]], Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. ([[ὀχέω]]), = [[ὄχημα]] ΙΙ, [[ὄχος]], Δείναρχ. [[αὐτόθι]]. 2) ἄγκυρα, Θεογνώστ. Κανόν. 129. | |lstext='''ὀχεῖον''': τό, ([[ὀχεύω]]) [[ζῷον]] ἄρρεν τρεφόμενον [[ὅπως]] βατεύῃ τὰ [[θήλεα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 9, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· [[ἀλεκτρυών]], [[αὐτόθι]] 1. 21, 10· ἵππων ὄνων τ’ ὀχεῖα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194· ὠνοῦνταί μοι τὸν ἵππον [[ὀχεῖον]], δηλ. εἰς ὀχείαν ἀποδεδειγμένον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. 2) ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται [[ὀχεία]], Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. ([[ὀχέω]]), = [[ὄχημα]] ΙΙ, [[ὄχος]], Δείναρχ. [[αὐτόθι]]. 2) ἄγκυρα, Θεογνώστ. Κανόν. 129. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, A male animal kept for breeding, stallion, Arist.HA572a14, GA748a27, Str. 16.2.10, Plu.Lyc.15; cock, Arist.GA730a11; ἵππων ὄνων τ' ὀχεῖα A. Fr.194. 2 γείτονας τοῦ ὀχείου Lycurg.Fr.26 (expld. conjecturally by Harp. as a place ἐν ᾧ ὀχεῖαι γίνονται κτηνῶν ἢ ὀχήματα μισθοῦται). II (ὀχέω) = ὄχημα ΙΙ, ὄχος, Din.Fr.64.2. 2 anchor, Trag. Adesp.251 (ap. Theognost.Can.128).
German (Pape)
[Seite 428] τό, 1) das männliche Thier, das zur Zucht gehalten wird, Beschäler, Zuchthengst, Zuchtstier, Zuchtbock, τὰ ὀχεῖα ἐκ τῶν θηλειῶν οὐκ ἐξαίρουσι, Arist. H. A. 6, 18, öfter; auch der Hahn, gen. an. 1, 21. – 2) der Ort für diese Thiere, Gestüt, Lycurg. bei Harpocrat. – 3) (von ὀχέω) = ὄχος, ὄχημα; ἵππων ὄνων τ' ὀχεῖα, Aesch. frg. 180; Dinarch. bei Harpocr.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
étalon, animal.
Étymologie: ὀχεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχεῖον: τό, (ὀχεύω) ζῷον ἄρρεν τρεφόμενον ὅπως βατεύῃ τὰ θήλεα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 9, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· ἀλεκτρυών, αὐτόθι 1. 21, 10· ἵππων ὄνων τ’ ὀχεῖα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194· ὠνοῦνταί μοι τὸν ἵππον ὀχεῖον, δηλ. εἰς ὀχείαν ἀποδεδειγμένον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. 2) ὁ τόπος ἔνθα γίνεται ὀχεία, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. (ὀχέω), = ὄχημα ΙΙ, ὄχος, Δείναρχ. αὐτόθι. 2) ἄγκυρα, Θεογνώστ. Κανόν. 129.
Greek Monolingual
(I)
ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (Ι)]
1. αρσενικό ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, επιβήτορας, βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῖς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», Πλούτ.)
2. κόκορας
3. τόπος κατάλληλος για οχεία.
(II)
ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (II)]
1. η άγκυρα
2. ὄχος, ὄχημα.
Russian (Dvoretsky)
ὀχεῖον: τό самец-производитель Arst., Plut.