ὁδάω: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] ausführen u. verkaufen; ὅδησον ἡμῖν [[σῖτον]] Eur. Cycl. 133, vgl. 98, ὡς ὁδηθείης 12. Die Gramm., wie Hesych., erwähnen auch [[ὁδέω]], durch [[πωλέω]] es erklärend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] ausführen u. verkaufen; ὅδησον ἡμῖν [[σῖτον]] Eur. Cycl. 133, vgl. 98, ὡς ὁδηθείης 12. Die Gramm., wie Hesych., erwähnen auch [[ὁδέω]], durch [[πωλέω]] es erklärend. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> transporter pour vendre;<br /><b>2</b> vendre.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁδάω''': (ὁδὸς) [[ἐξάγω]] τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ, εἴ τε τις ἐθέλει βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις Εὐρ. Κύκλ. 98· ὅδησον ἡμῖν σῖτον, «πώλησον» (Ἡσύχ.), [[αὐτόθι]] 133. - Παθ., ἐξάγομαι καὶ πωλοῦμαι, ὡς ὁδηθείης [[μακράν]], «πραθείης» (Ἡσύχ.), [[αὐτόθι]] 12. - Εὕρηται μόνον κατ’ ἀόρ., ἂν καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει: «ὁδεῖν· πωλεῖν»· πρβλ. [[ἐξοδάω]]. (Ἐκ τοῦ ὁδός, ὡς [[ἔμπορος]], ἐμπορεύω, ἐκ τοῦ [[πόρος]]). | |lstext='''ὁδάω''': (ὁδὸς) [[ἐξάγω]] τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ, εἴ τε τις ἐθέλει βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις Εὐρ. Κύκλ. 98· ὅδησον ἡμῖν σῖτον, «πώλησον» (Ἡσύχ.), [[αὐτόθι]] 133. - Παθ., ἐξάγομαι καὶ πωλοῦμαι, ὡς ὁδηθείης [[μακράν]], «πραθείης» (Ἡσύχ.), [[αὐτόθι]] 12. - Εὕρηται μόνον κατ’ ἀόρ., ἂν καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει: «ὁδεῖν· πωλεῖν»· πρβλ. [[ἐξοδάω]]. (Ἐκ τοῦ ὁδός, ὡς [[ἔμπορος]], ἐμπορεύω, ἐκ τοῦ [[πόρος]]). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
(ὁδός) export and sell : generally, sell, βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις E.Cyc.98; ὅδησον ἡμῖν σῖτον ib.133:—Pass., to be carried away and sold, ὡς ὁδηθείης μακράν ib.12 :—also ὁδεῖν· πωλεῖν, Hsch.—Cf. ἐξοδάω.
German (Pape)
[Seite 291] ausführen u. verkaufen; ὅδησον ἡμῖν σῖτον Eur. Cycl. 133, vgl. 98, ὡς ὁδηθείης 12. Die Gramm., wie Hesych., erwähnen auch ὁδέω, durch πωλέω es erklärend.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 transporter pour vendre;
2 vendre.
Étymologie: ὁδός.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδάω: (ὁδὸς) ἐξάγω τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ, εἴ τε τις ἐθέλει βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις Εὐρ. Κύκλ. 98· ὅδησον ἡμῖν σῖτον, «πώλησον» (Ἡσύχ.), αὐτόθι 133. - Παθ., ἐξάγομαι καὶ πωλοῦμαι, ὡς ὁδηθείης μακράν, «πραθείης» (Ἡσύχ.), αὐτόθι 12. - Εὕρηται μόνον κατ’ ἀόρ., ἂν καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει: «ὁδεῖν· πωλεῖν»· πρβλ. ἐξοδάω. (Ἐκ τοῦ ὁδός, ὡς ἔμπορος, ἐμπορεύω, ἐκ τοῦ πόρος).
Greek Monotonic
ὁδάω: αόρ. αʹ ὥδησα, Παθ. ὡδήθην (ὁδός),· πηγαίνω κάτι στην αγορά για πούλημα, γενικά, πουλώ στην αγορά, σε Ευρ.· Παθ., εξάγομαι και πουλιέμαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδάω: (только imper. aor. ὅδησον, inf. aor. ὁδῆσαι и aor. opt. pass. ὁδηθείην)
1) увозить (τινὰ μακράν Eur.);
2) везти на продажу, продавать (βοράν, σῖτόν τινι Eur.).
Middle Liddell
ὁδάω, ὁδός
to export and sell; generally, to sell, Eur.:—Pass. to be carried away and sold, Eur.