ὀδυρτός: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] beklagenswerth; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch [[λόγχη]] τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] beklagenswerth; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch [[λόγχη]] τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύρομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδυρτός''': -ή, -όν, ([[ὀδύρομαι]]) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, [[ὅπως]] τὰ προσπίπτοντα [[ἔξωθεν]] οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 ([[ἔνθα]] κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).
|lstext='''ὀδυρτός''': -ή, -όν, ([[ὀδύρομαι]]) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, [[ὅπως]] τὰ προσπίπτοντα [[ἔξωθεν]] οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 ([[ἔνθα]] κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύρομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδυρτός Medium diacritics: ὀδυρτός Low diacritics: οδυρτός Capitals: ΟΔΥΡΤΟΣ
Transliteration A: odyrtós Transliteration B: odyrtos Transliteration C: odyrtos Beta Code: o)durto/s

English (LSJ)

όν, mourned for, lamentable, Plu.2.499f; φωνή Epigr.Gr.1003.4 : neut. ὀδυρτά, as adverb, painfully, Ar.Ach.1226.

German (Pape)

[Seite 295] beklagenswerth; Sp.; Ar. Ach. 1186 sagt auch λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά, auf klägliche Weise.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lamentable.
Étymologie: ὀδύρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδυρτός: -ή, -όν, (ὀδύρομαι) δι’ ὃν θρηνεῖ τις, ἀξιοθρήνητος, ὅπως τὰ προσπίπτοντα ἔξωθεν οἰκτρὰ καὶ ὀδυρτὰ ποιήσῃ Πλούτ. 2. 499F· φωνὴ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1003, 4· ― ὀδυρτά, ὡς ἐπίρρ., μετ’ ὀδυρμοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1226 (ἔνθα κατὰ Σουΐδ.: «ὀδυρτή, ἀπὸ τοῦ ὀδύρεσθαι, τουτέστιν θρῆνον ἐμποιοῦσα καὶ ὀδυρμόν»).

Greek Monolingual

ὀδυρτός, -ή, -όν (Α) οδύρομαι
1. αξιοθρήνητος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀδυρτά
με οδυρμό («λόγχη τις ἐμπέπηγε μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ὀδυρτός: -ή, -όν (ὀδύρομαι), αξιολύπητος, αξιοθρήνητος· ουδ. πληθ. ὀδυρτά, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀδυρτός: внушающий сожаление, жалкий (οἰκτρὸς καὶ ὀ. Plut.). - см. тж. ὀδυρτά.

Middle Liddell

ὀδυρτός, ή, όν ὀδύρομαι
mourned for, lamentable: neut. pl. ὀδυρτά, as adv., painfully, Ar.