жалкий
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Russian > Greek
χερνής, ἀγεννής, ὀδυρτός, ἐλεεινός, ἐλεινός, ἄθλιος, ἀέθλιος, ὀϊζυρός, οἰζυρός, λυγρός, Καρικός, δυσάθλιος, μικροπρεπής, εὐτελής, ἀεικέλιος, ἀεικής, ἄζηλος, ἀμέγαρτος, ἀδόκιμος, λευγαλέος, δείλαιος, σχέτλιος, ταπεινός, φαῦλος, ἀκιδνός, πτωχός, μαψίδιος, δειλός, σπανιστός, ἀσθενής, μοχθηρός, λυπρός, γλίσχρος