жалкий
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
Russian > Greek
χερνής, ἀγεννής, ὀδυρτός, ἐλεεινός, ἐλεινός, ἄθλιος, ἀέθλιος, ὀϊζυρός, οἰζυρός, λυγρός, Καρικός, δυσάθλιος, μικροπρεπής, εὐτελής, ἀεικέλιος, ἀεικής, ἄζηλος, ἀμέγαρτος, ἀδόκιμος, λευγαλέος, δείλαιος, σχέτλιος, ταπεινός, φαῦλος, ἀκιδνός, πτωχός, μαψίδιος, δειλός, σπανιστός, ἀσθενής, μοχθηρός, λυπρός, γλίσχρος