ὀστεώδης: Difference between revisions
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=o)stew/dhs | |Beta Code=o)stew/dhs | ||
|Definition=ες, [[bony]], Plu.2.916a. | |Definition=ες, [[bony]], Plu.2.916a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />semblable à un os.<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστεώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὀστοῦν]], [[πλήρης]] ὀστῶν, Πλούτ. 2. 916Α. | |lstext='''ὀστεώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὀστοῦν]], [[πλήρης]] ὀστῶν, Πλούτ. 2. 916Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, bony, Plu.2.916a.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un os.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστεώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, πλήρης ὀστῶν, Πλούτ. 2. 916Α.
Greek Monolingual
και οστώδης, -ες (Α ὀστεώδης και ὀστώδης, -ῶδες) [[οστέον / οστούν]]
1. αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με οστό, οστεοειδής
2. γεμάτος οστά
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες σύστημα» — ο σκελετός)
2. μτφ. (για πρόσ.) κοκαλιάρης.
Russian (Dvoretsky)
ὀστεώδης: похожий на кость (σκληρὸς καὶ ὀ. Plut.).