ὀρνιθοσκόπος: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0383.png Seite 383]] wie [[ὀρνεοσκόπος]], die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0383.png Seite 383]] wie [[ὀρνεοσκόπος]], die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui sert à prendre les auspices.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]], [[σκοπέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρνῑθοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν τὰ πτηνὰ καὶ προλέγων ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν φωνῶν, Λατ. augur, auspex, Πολυδ. Ζ΄, 188, κτλ.· - [[θᾶκος]] ὀρν., [[ἕδρα]] τοῦ ὀρνιθοσκόπου, Λατ. templum augurale, Σοφ. Ἀντ. 999. | |lstext='''ὀρνῑθοσκόπος''': -ον, ὁ παρατηρῶν τὰ πτηνὰ καὶ προλέγων ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν φωνῶν, Λατ. augur, auspex, Πολυδ. Ζ΄, 188, κτλ.· - [[θᾶκος]] ὀρν., [[ἕδρα]] τοῦ ὀρνιθοσκόπου, Λατ. templum augurale, Σοφ. Ἀντ. 999. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:55, 2 October 2022
English (LSJ)
(parox.), ον, observing and predicting by the flight and cries of birds, Lat. augur, auspex, Thphr.Char.16.11, 19.8, D.H.2.60, Poll.7.188, etc.; θᾶκος ὀ. an augur's seat, S.Ant.999.
German (Pape)
[Seite 383] wie ὀρνεοσκόπος, die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à prendre les auspices.
Étymologie: ὄρνις, σκοπέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν τὰ πτηνὰ καὶ προλέγων ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν φωνῶν, Λατ. augur, auspex, Πολυδ. Ζ΄, 188, κτλ.· - θᾶκος ὀρν., ἕδρα τοῦ ὀρνιθοσκόπου, Λατ. templum augurale, Σοφ. Ἀντ. 999.
Greek Monolingual
ὀρνιθοσκόπος, -ον (Α)
1. αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών
2. φρ. «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — εδώλιο ορνιθοσκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο-σκόπος].
Greek Monotonic
ὀρνῑθοσκόπος: -ον (σκοπέω), αυτός που παρατηρεί τα πουλιά και προλέγει το μέλλον ερμηνεύοντας το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, οιωνοσκόπος, θᾶκος ὀρνιθοσκόπου, το κάθισμα του οιωνοσκόπου, Λατ. templum augurale, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθοσκόπος: птицегадательский, предназначенный для птицегадателя (θᾶκος Soph.).
Middle Liddell
ὀρνῑθο-σκόπος, ον, σκοπέω
observing and predicting by the flight and cries of birds: —θᾶκος ὀρν. an augur's seat, Lat. templum augurale, Soph.