ὑπεκλύω: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. λύω), von unten od. heimlich loslassen; ein wenig entkräften, Hippocr. im pass.; ὑπεκλυομένη [[ταραχή]] S. Emp. adv. eth. 214. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. λύω), von unten od. heimlich loslassen; ein wenig entkräften, Hippocr. im pass.; ὑπεκλυομένη [[ταραχή]] S. Emp. adv. eth. 214. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=relâcher <i>ou</i> affaiblir peu à peu ; <i>Pass.</i> se relâcher <i>ou</i> s'affaiblir peu à peu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκλύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεκλύω''': [[ἐκλύω]], χαλαρώνω ἢ ἐξασθενῶ κατὰ μικρόν, τὴν ῥώμην Πλουτ. Νικ. 14· τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 5· ὑπ. τινὰ τῆς φρονήσεως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 260. ― Παθ., κατὰ μικρὸν παύομαι, [[λήγω]], [[γίνομαι]] συνεχῶς ἀσθενέστερος, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Ἱππ. 600. 26· [[οἶνος]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· ἡ ταραχὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 214. | |lstext='''ὑπεκλύω''': [[ἐκλύω]], χαλαρώνω ἢ ἐξασθενῶ κατὰ μικρόν, τὴν ῥώμην Πλουτ. Νικ. 14· τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 5· ὑπ. τινὰ τῆς φρονήσεως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 260. ― Παθ., κατὰ μικρὸν παύομαι, [[λήγω]], [[γίνομαι]] συνεχῶς ἀσθενέστερος, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Ἱππ. 600. 26· [[οἶνος]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· ἡ ταραχὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 214. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 2 October 2022
English (LSJ)
loosen or weaken a little, τὴν γνώμην Plu.Nic.14; τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς J.BJ7.8.5; τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον Sor.2.61 (prob.); ἐπὶ συνουσίαν ὁρμάς Ps.-Dsc.1.103; [ὁ οἶνος] στρατηγοὺς τῆς φρονήσεως ὑπεκλύει Sch.Il.6.260; weaken the force of, τὸν λόγον A.D.Synt.224.4:—Pass., cease, become weaker and weaker, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Hp.Mul.1.25; οἶνος Sch.Ar.V.151; ὑπεκλυομένην ἴσχει τὴν ταραχήν S.E.M.11.214, cf. Sor.2.11: c. gen., to be freed from, τινος A.D.Synt.41.11.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. λύω), von unten od. heimlich loslassen; ein wenig entkräften, Hippocr. im pass.; ὑπεκλυομένη ταραχή S. Emp. adv. eth. 214.
French (Bailly abrégé)
relâcher ou affaiblir peu à peu ; Pass. se relâcher ou s'affaiblir peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἐκλύω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκλύω: ἐκλύω, χαλαρώνω ἢ ἐξασθενῶ κατὰ μικρόν, τὴν ῥώμην Πλουτ. Νικ. 14· τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 5· ὑπ. τινὰ τῆς φρονήσεως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 260. ― Παθ., κατὰ μικρὸν παύομαι, λήγω, γίνομαι συνεχῶς ἀσθενέστερος, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Ἱππ. 600. 26· οἶνος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· ἡ ταραχὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 214.
Greek Monolingual
Α
1. χαλαρώνω ή εξασθενίζω κάπως («τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς ὑπεκλύειν», Ιώσ.)
2. μέσ. ὑπεκλύομαι
γίνομαι όλο και πιο ασθενής, εξασθενίζω βαθμιαία («παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκλύω «λύνω, απαλλάσσω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»].
Greek Monotonic
ὑπεκλύω: μέλ. -λύσω, χαλαρώνω ή εξασθενώ, αδυνατίζω σταδιακά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκλύω: (исподволь или несколько) ослаблять, подрывать (τὴν γνώμην τινός Plut.): ἡ ὑπεκλυομένη ταραχή Sext. полное расстройство.