ὑπερβαρής: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] ές, überlastet; übertr., sehr schwer, [[δαίμων]] Aesch. Ag. 1148.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] ές, überlastet; übertr., sehr schwer, [[δαίμων]] Aesch. Ag. 1148.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />trop lourd ; trop grand.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βάρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερβαρής''': -ές, καθ’ ὑπερβολὴν [[βαρύς]], τὰν ὑπερβάρεα Ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 15· - ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] ὑπέρβᾰρυς, υ, [[οἷον]] ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811 προτιμᾶται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 539· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1175, ὑπερβαρὴς [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου· ὁ Paley ἔχει [[ὕπερθεν]] [[βαρύς]].
|lstext='''ὑπερβαρής''': -ές, καθ’ ὑπερβολὴν [[βαρύς]], τὰν ὑπερβάρεα Ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 15· - ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] ὑπέρβᾰρυς, υ, [[οἷον]] ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811 προτιμᾶται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 539· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1175, ὑπερβαρὴς [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου· ὁ Paley ἔχει [[ὕπερθεν]] [[βαρύς]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />trop lourd ; trop grand.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βάρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβᾰρής Medium diacritics: ὑπερβαρής Low diacritics: υπερβαρής Capitals: ΥΠΕΡΒΑΡΗΣ
Transliteration A: hyperbarḗs Transliteration B: hyperbarēs Transliteration C: ypervaris Beta Code: u(perbarh/s

English (LSJ)

ές, exceedingly heavy, δαίμων A.Ag.1175 (lyr.); τὰν τύχαν . . τὰν ὑπερβάρεα IGRom.4.1302 (Cyme, i B. C./i A. D.); ὑ. ἀνάβασις τοῦ Νείλου POxy.486.32 (ii A. D.):—but ὑπέρβᾰρυς, υ, in Hp.Art. 46, Gal.7.587.

German (Pape)

[Seite 1192] ές, überlastet; übertr., sehr schwer, δαίμων Aesch. Ag. 1148.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
trop lourd ; trop grand.
Étymologie: ὑπέρ, βάρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαρής: -ές, καθ’ ὑπερβολὴν βαρύς, τὰν ὑπερβάρεα Ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 15· - ἀλλ’ ὁ τύπος ὑπέρβᾰρυς, υ, οἷον ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811 προτιμᾶται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 539· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1175, ὑπερβαρὴς εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Paley ἔχει ὕπερθεν βαρύς.

Greek Monolingual

-ές, Α
πάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ.
β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπι-βαρής, κατα-βαρής].

Greek Monotonic

ὑπερβαρής: -ές (βάρος), υπερβολικά βαρύς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβᾰρής: досл. сверхтяжкий, перен. жестокий (δαίμων Aesch.).