ὑπερφανής: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1203.png Seite 1203]] ές, darüber erscheinend, Xen. Hipparch. 5, 7, [[varia lectio|v.l.]] ὑπερήφανα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1203.png Seite 1203]] ές, darüber erscheinend, Xen. Hipparch. 5, 7, [[varia lectio|v.l.]] ὑπερήφανα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />levé de manière à être visible.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερφᾰνής''': -ές, γεν. -έος, ([[ὑπερφαίνομαι]]), ὁ φαινόμενος [[ὑπεράνω]] τῶν ἄλλων, ὑπερέχων τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ [[ὕψος]], δόρατα ὀρθὰ καὶ ὑπερφανῆ Ξενοφ. Ἱππαρχ. 5, 7 (ὡς ὁ Στέφ. ἀντὶ ὑπερηφανῆ). ΙΙ. = [[ὑπερφαής]], Πολυδ. Ε΄, 150, Θ΄, 20. | |lstext='''ὑπερφᾰνής''': -ές, γεν. -έος, ([[ὑπερφαίνομαι]]), ὁ φαινόμενος [[ὑπεράνω]] τῶν ἄλλων, ὑπερέχων τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ [[ὕψος]], δόρατα ὀρθὰ καὶ ὑπερφανῆ Ξενοφ. Ἱππαρχ. 5, 7 (ὡς ὁ Στέφ. ἀντὶ ὑπερηφανῆ). ΙΙ. = [[ὑπερφαής]], Πολυδ. Ε΄, 150, Θ΄, 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:16, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (ὑπερφαίνομαι) appearing over or appearing above, out-topping, δόρατα ταπεινὰ καὶ μὴ ὑπερφανῆ X.Eq.Mag.5.7 (cod.B, ὑπερηφανῆ cett.): coupled with ὑπέργεια, Poll.5.150 (v.l. ἐπιφανής), cf. 9.20.
German (Pape)
[Seite 1203] ές, darüber erscheinend, Xen. Hipparch. 5, 7, v.l. ὑπερήφανα.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
levé de manière à être visible.
Étymologie: ὑπέρ, φαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφᾰνής: -ές, γεν. -έος, (ὑπερφαίνομαι), ὁ φαινόμενος ὑπεράνω τῶν ἄλλων, ὑπερέχων τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ ὕψος, δόρατα ὀρθὰ καὶ ὑπερφανῆ Ξενοφ. Ἱππαρχ. 5, 7 (ὡς ὁ Στέφ. ἀντὶ ὑπερηφανῆ). ΙΙ. = ὑπερφαής, Πολυδ. Ε΄, 150, Θ΄, 20.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ ὑπερφαίνω, ὑπερφαίνομαι
ο ὑπερφαής
αρχ.
αυτός που φαίνεται πιο ψηλά από τους άλλους, που τους ξεπερνάει στο ύψος.
Greek Monotonic
ὑπερφᾰνής: -ές (φαίνομαι), γεν. -έος, αυτός που φαίνεται πιο πάνω, που ξεχωρίζει, αυτός που υπερέχει των άλλων στο ύψος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερφανής: видимый сверху, т. е. торчащий вверх (δόρατα Xen.).
Middle Liddell
ὑπερφᾰνής, ές [φαίνομαι]
appearing over or above, out-topping others, Xen.