ὑλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] Holz tragend; Leon. Tar. 16 (IX, 335); Pol. 3, 55, 9, von einem Gebirge.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] Holz tragend; Leon. Tar. 16 (IX, 335); Pol. 3, 55, 9, von einem Gebirge.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte du bois;<br /><b>2</b> qui produit du bois, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ξύλα, [[ξυλοφόρος]], Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[ὑληφόρος]], ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, [[δασώδης]], Πολύβ. 3. 55, 9.
|lstext='''ὑλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ξύλα, [[ξυλοφόρος]], Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[ὑληφόρος]], ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, [[δασώδης]], Πολύβ. 3. 55, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte du bois;<br /><b>2</b> qui produit du bois, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:19, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοφόρος Medium diacritics: ὑλοφόρος Low diacritics: υλοφόρος Capitals: ΥΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: hylophóros Transliteration B: hylophoros Transliteration C: yloforos Beta Code: u(lofo/ros

English (LSJ)

ον, A carrying wood, a wood-carrier, AP9.335 (Leon.); οἱ ὑ., name of a play by Aristomenes:—also ὑληφόρος, ἡ, Ar.Ach.272. II of a mountain, wooded, Plb.3.55.9.

German (Pape)

[Seite 1177] Holz tragend; Leon. Tar. 16 (IX, 335); Pol. 3, 55, 9, von einem Gebirge.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte du bois;
2 qui produit du bois, boisé.
Étymologie: ὕλη, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοφόρος: -ον, ὁ φέρων ξύλα, ξυλοφόρος, Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς ὡσαύτως ὑληφόρος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, δασώδης, Πολύβ. 3. 55, 9.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑληφόρος, -ον, Α
1. αυτός που μεταφέρει ξύλα
2. (για βουνό) αυτός από τον οποίο παράγεται ξυλεία
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) Ὑλοφόροι
τίτλος δράματος του Αριστομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -φόρος].

Greek Monotonic

ὑλοφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑλοφόρος: (ῡ) покрытый лесом, лесистый (τὰ τῶν Ἄλπεων ἄκρα Polyb.).
II ὁ дровонос Anth.

Middle Liddell

ὑλο-φόρος, ὁ, φέρω
a wood-carrier, Anth.