ὑπολανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] (s. [[λανθάνω]]), darunter versteckt od. verborgen sein, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] (s. [[λανθάνω]]), darunter versteckt od. verborgen sein, Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπολήσω, <i>ao.2</i> ὑπέλαθον, <i>etc.</i><br />être caché sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λανθάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπολανθάνω''': μέλλ. -[[λήσω]], [[κεῖμαι]] ὑποκεκρυμμένος, [[λανθάνω]] ὑπάρχων [[ὑποκάτω]], «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν (δηλ. ἡ [[σμῖλαξ]]) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει [[αὐτόθι]] 201, 29.
|lstext='''ὑπολανθάνω''': μέλλ. -[[λήσω]], [[κεῖμαι]] ὑποκεκρυμμένος, [[λανθάνω]] ὑπάρχων [[ὑποκάτω]], «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν (δηλ. ἡ [[σμῖλαξ]]) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει [[αὐτόθι]] 201, 29.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπολήσω, <i>ao.2</i> ὑπέλαθον, <i>etc.</i><br />être caché sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λανθάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπολανθάνω]] ΝΜΑ [[λανθάνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[υπάρχω]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[φανερός]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], [[υπάρχω]] σε λανθάνουσα [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] κρυμμένος [[αποκάτω]] (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», <b>Φώτ.</b><br />β. «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾶν [ἡ σμῑλαξ]»,Αιλ.).
|mltxt=[[ὑπολανθάνω]] ΝΜΑ [[λανθάνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[υπάρχω]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[φανερός]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], [[υπάρχω]] σε λανθάνουσα [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] κρυμμένος [[αποκάτω]] (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», <b>Φώτ.</b><br />β. «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾶν [ἡ σμῑλαξ]»,Αιλ.).
}}
}}

Revision as of 18:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολανθάνω Medium diacritics: ὑπολανθάνω Low diacritics: υπολανθάνω Capitals: ΥΠΟΛΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: hypolanthánō Transliteration B: hypolanthanō Transliteration C: ypolanthano Beta Code: u(polanqa/nw

English (LSJ)

lie concealed under, Ael.VH3.1, Lyd.Ost.9b.

German (Pape)

[Seite 1223] (s. λανθάνω), darunter versteckt od. verborgen sein, Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπολήσω, ao.2 ὑπέλαθον, etc.
être caché sous.
Étymologie: ὑπό, λανθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολανθάνω: μέλλ. -λήσω, κεῖμαι ὑποκεκρυμμένος, λανθάνω ὑπάρχων ὑποκάτω, «καὶ ἐκείνη μὲν (δηλ. ἡ σμῖλαξ) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει αὐτόθι 201, 29.

Greek Monolingual

ὑπολανθάνω ΝΜΑ λανθάνω
νεοελλ.-μσν.
υπάρχω χωρίς να γίνομαι φανερός, χωρίς να φαίνομαι, υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση
μσν.-αρχ.
είμαι κρυμμένος αποκάτω (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», Φώτ.
β. «καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾶν [ἡ σμῑλαξ]»,Αιλ.).