ὑμνοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] = [[ὑμνηπόλος]]; Emped. 407; Gaetul. 3 (VI, 190); Ant. Thess. 56 (VII, 18); M. Arg. 28 (XI, 87); δὁνακες Antp. Sid. 35 (Plan. 2201, u. öfter Anth. u. a. sp. D., wie Nonn. D. 11, 111.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] = [[ὑμνηπόλος]]; Emped. 407; Gaetul. 3 (VI, 190); Ant. Thess. 56 (VII, 18); M. Arg. 28 (XI, 87); δὁνακες Antp. Sid. 35 (Plan. 2201, u. öfter Anth. u. a. sp. D., wie Nonn. D. 11, 111.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui compose des hymnes ; ὁ [[ὑμνοπόλος]] poète d’hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[πολέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑμνοπόλος''': -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· [[ὑμνοπόλος]] κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, [[ποιητής]], [[ὑμνητήρ]], Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ.
|lstext='''ὑμνοπόλος''': -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· [[ὑμνοπόλος]] κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, [[ποιητής]], [[ὑμνητήρ]], Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui compose des hymnes ; ὁ [[ὑμνοπόλος]] poète d’hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[πολέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνοπόλος Medium diacritics: ὑμνοπόλος Low diacritics: υμνοπόλος Capitals: ΥΜΝΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: hymnopólos Transliteration B: hymnopolos Transliteration C: ymnopolos Beta Code: u(mnopo/los

English (LSJ)

ον, A composing songs of praise, κεφαλή Phalar.Ep.78.3. II Subst. -πόλος, ὁ, poet, minstrel, Emp.146, Simon.184, AP 7.18 (Antip.Thess.), etc.; ὑμνηπόλος, ὁ, Suid., prob. in IG14.1014.1.

German (Pape)

[Seite 1179] = ὑμνηπόλος; Emped. 407; Gaetul. 3 (VI, 190); Ant. Thess. 56 (VII, 18); M. Arg. 28 (XI, 87); δὁνακες Antp. Sid. 35 (Plan. 2201, u. öfter Anth. u. a. sp. D., wie Nonn. D. 11, 111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοπόλος poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, πολέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνοπόλος: -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· ὑμνοπόλος κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, ποιητής, ὑμνητήρ, Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ.

Greek Monolingual

και ὑμνηπόλος, -ον, Α
1. αυτός που ασχολείται με τη σύνθεση ύμνων
2. το αρσ. ως ουσ.ὑμνοπόλος
ο ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειροπόλος.

Greek Monotonic

ὑμνοπόλος: -ον (πολέω), αυτός που ασχολείται με ύμνους· ως ουσ. ὑμνοπόλος, ὁ, ποιητής, υμνητής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνοπόλος: ὁ Emped., Anth. = ὑμνοθέτης II.

Middle Liddell

ὑμνο-πόλος, ον, πολέω
busied with songs of praise: as substantive, ὑμν., ὁ, a poet, minstrel, Anth.