ὑποτρέφω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(potre/fw
|Beta Code=u(potre/fw
|Definition=[[rear]], [[nourish]], σκύλακας <span class="bibl">D.H.4.81</span>; πώγωνας <span class="bibl">D.S.3.63</span>; ῥίζεα . . ὑποτέτροφε λίμνη <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>589</span>: metaph., [[cherish]], [[nurse]], τὴν χολήν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>24</span>; [[foster]], [[encourage]], παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν <span class="bibl">Gal.<span class="title">Vict.Att.</span>6</span>; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., [[cherish]], τόλμαν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.1.17</span>:—Pass., [[grow up in succession]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>560a</span>; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος <span class="bibl">Polyaen.8.50</span>, cf. <span class="bibl">Nic.Dam.51</span> J.; <b class="b3">θάμβος ὑπετρέφετο</b> my wonder [[grew]], Call.<span class="title">Aet.Oxy.</span>2080.87.
|Definition=[[rear]], [[nourish]], σκύλακας <span class="bibl">D.H.4.81</span>; πώγωνας <span class="bibl">D.S.3.63</span>; ῥίζεα . . ὑποτέτροφε λίμνη <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>589</span>: metaph., [[cherish]], [[nurse]], τὴν χολήν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>24</span>; [[foster]], [[encourage]], παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν <span class="bibl">Gal.<span class="title">Vict.Att.</span>6</span>; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., [[cherish]], τόλμαν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.1.17</span>:—Pass., [[grow up in succession]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>560a</span>; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος <span class="bibl">Polyaen.8.50</span>, cf. <span class="bibl">Nic.Dam.51</span> J.; <b class="b3">θάμβος ὑπετρέφετο</b> my wonder [[grew]], Call.<span class="title">Aet.Oxy.</span>2080.87.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ὑπέτρεψα, <i>pf.</i> ὑποτέτροφα;<br /><b>1</b> nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;<br /><b>2</b> laisser croître ; <i>Pass.</i> croître à la suite;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως [[περιθάλπω]], τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α.
|lstext='''ὑποτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως [[περιθάλπω]], τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ὑπέτρεψα, <i>pf.</i> ὑποτέτροφα;<br /><b>1</b> nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;<br /><b>2</b> laisser croître ; <i>Pass.</i> croître à la suite;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:26, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρέφω Medium diacritics: ὑποτρέφω Low diacritics: υποτρέφω Capitals: ΥΠΟΤΡΕΦΩ
Transliteration A: hypotréphō Transliteration B: hypotrephō Transliteration C: ypotrefo Beta Code: u(potre/fw

English (LSJ)

rear, nourish, σκύλακας D.H.4.81; πώγωνας D.S.3.63; ῥίζεα . . ὑποτέτροφε λίμνη Nic.Al.589: metaph., cherish, nurse, τὴν χολήν Luc.Cal.24; foster, encourage, παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν Gal.Vict.Att.6; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., cherish, τόλμαν X.Cyr.2.1.17:—Pass., grow up in succession, Pl.R.560a; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος Polyaen.8.50, cf. Nic.Dam.51 J.; θάμβος ὑπετρέφετο my wonder grew, Call.Aet.Oxy.2080.87.

French (Bailly abrégé)

ao. ὑπέτρεψα, pf. ὑποτέτροφα;
1 nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;
2 laisser croître ; Pass. croître à la suite;
Moy. ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..
Étymologie: ὑπό, τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως περιθάλπω, τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α.

Greek Monolingual

Α τρέφω
1. τρέφω, περιποιούμαι (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ.
β. «μέχρι τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», Διόδ.)
2. ενθαρρύνω, συντελώ στην ανάπτυξη («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», Γαλ.)
3. (το μέσ.) ὑποτρέφομαι
διατηρώ, συντηρώ κρυφά.

Greek Monotonic

ὑποτρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω κρυφά — Μέσ., ανατρέφω με στοργή, περιποιούμαι κρυφά, σε Ξεν., Λουκ. — Παθ., αυξάνομαι κατά διαδοχή, Λατ. subnasci, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρέφω:
1) постепенно взращивать (τοὺς γενομένους σκύμνους Plut.): τὴν τόλμαν ὑποτρέφεσθαι Xen. воспитывать в себе отвагу;
2) отращивать (τοὺς πώγωνας Diod.);
3) pass. впоследствии вырастать (ἐπιθυμίαι ὑποτρεφόμεναι Plat.).

Middle Liddell

fut. -θρέψω
to bring up secretly:—Mid. to cherish secretly, Xen., Luc.:—Pass. to grow up in succession, Lat. subnasci, Plat.