Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠλέκρανον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=w)le/kranon
|Beta Code=w)le/kranon
|Definition=τό, for [[ὠλενόκρανον]], = [[ὠλένης κρανίον]] (<b class="b3">Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία</b> Suid.s.v. [[ὀλέκρανον]],) [[point of the elbow]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>493b27</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ὀλέκρανον]]), al.; Hp. used [[ἀγκών]] for [[ὠλέκρανον]], acc. to <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>2.2</span>,<span class="bibl">14</span>: but [[ὀλέκρ]]. is found in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.61</span>. [[[ὀλέκρανον]] is required by the metre in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>443</span>; τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο Hellad. ap. Phot.<span class="bibl">p.533</span> B.; Phot. has <b class="b3">ὠλ-</b>, but places it after [[ὀλέκει]].]
|Definition=τό, for [[ὠλενόκρανον]], = [[ὠλένης κρανίον]] (<b class="b3">Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία</b> Suid.s.v. [[ὀλέκρανον]],) [[point of the elbow]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>493b27</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ὀλέκρανον]]), al.; Hp. used [[ἀγκών]] for [[ὠλέκρανον]], acc. to <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>2.2</span>,<span class="bibl">14</span>: but [[ὀλέκρ]]. is found in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.61</span>. [[[ὀλέκρανον]] is required by the metre in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>443</span>; τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο Hellad. ap. Phot.<span class="bibl">p.533</span> B.; Phot. has <b class="b3">ὠλ-</b>, but places it after [[ὀλέκει]].]
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />la pointe du coude.<br />'''Étymologie:''' [[ὠλένη]], [[κρανίον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠλέκρᾱνον''': τό, [[κυρίως]] ὠλενόκρανον = ὠλένης [[κρανίον]], ἡ κεφαλὴ ἢ τὸ [[ἄκρον]] τοῦ πήχεως, ὁ [[ἀγκών]], Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3, κ. ἀλλ.· παρ’ Ἱππ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἡ [[λέξις]] ἀγκὼν ἀντὶ τοῦ [[ὠλέκρανον]], κατὰ τὸν Γαληνόν· ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ [[ὠλέκρανον]] ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. ζ΄ σ. 1226G· ― παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 443 τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[ὀλέκρανον]], τὸν τύπον δὲ τοῦτον ἀναγνωρίζει καὶ ὁ Σχολιαστ. ὡς τὸν γνήσιον Ἀττ., πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 56, Φώτ., κλπ.
|lstext='''ὠλέκρᾱνον''': τό, [[κυρίως]] ὠλενόκρανον = ὠλένης [[κρανίον]], ἡ κεφαλὴ ἢ τὸ [[ἄκρον]] τοῦ πήχεως, ὁ [[ἀγκών]], Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3, κ. ἀλλ.· παρ’ Ἱππ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἡ [[λέξις]] ἀγκὼν ἀντὶ τοῦ [[ὠλέκρανον]], κατὰ τὸν Γαληνόν· ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ [[ὠλέκρανον]] ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. ζ΄ σ. 1226G· ― παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 443 τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[ὀλέκρανον]], τὸν τύπον δὲ τοῦτον ἀναγνωρίζει καὶ ὁ Σχολιαστ. ὡς τὸν γνήσιον Ἀττ., πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 56, Φώτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />la pointe du coude.<br />'''Étymologie:''' [[ὠλένη]], [[κρανίον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλέκρᾱνον Medium diacritics: ὠλέκρανον Low diacritics: ωλέκρανον Capitals: ΩΛΕΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: ōlékranon Transliteration B: ōlekranon Transliteration C: olekranon Beta Code: w)le/kranon

English (LSJ)

τό, for ὠλενόκρανον, = ὠλένης κρανίον (Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία Suid.s.v. ὀλέκρανον,) point of the elbow, Arist.HA493b27 (v.l. ὀλέκρανον), al.; Hp. used ἀγκών for ὠλέκρανον, acc. to Gal. UP2.2,14: but ὀλέκρ. is found in Hp.Epid.7.61. [[[ὀλέκρανον]] is required by the metre in Ar.Pax443; τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο Hellad. ap. Phot.p.533 B.; Phot. has ὠλ-, but places it after ὀλέκει.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
la pointe du coude.
Étymologie: ὠλένη, κρανίον.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλέκρᾱνον: τό, κυρίως ὠλενόκρανον = ὠλένης κρανίον, ἡ κεφαλὴ ἢ τὸ ἄκρον τοῦ πήχεως, ὁ ἀγκών, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3, κ. ἀλλ.· παρ’ Ἱππ. εἶναι ἐν χρήσει ἡ λέξις ἀγκὼν ἀντὶ τοῦ ὠλέκρανον, κατὰ τὸν Γαληνόν· ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ ὠλέκρανον ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. ζ΄ σ. 1226G· ― παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 443 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὀλέκρανον, τὸν τύπον δὲ τοῦτον ἀναγνωρίζει καὶ ὁ Σχολιαστ. ὡς τὸν γνήσιον Ἀττ., πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 56, Φώτ., κλπ.

Greek Monotonic

ὠλέκρᾱνον: τό, το σημείο του αγκώνα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὠλέκρᾱνον: τό Arst. = ὀλέκρανον.

Middle Liddell

ὠλέ-κρᾱνον, ου, τό,
the point of the elbow, Arist.