ῥινοτόρος: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0844.png Seite 844]] die Haut oder den Schild durchbohrend; Arcs, Il. 21, 392; Hes. Th. 934; sp. D., wie Nonn. D. 45, 288; [[αἰχμή]], Paul. Sil. ecphr. 1, 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0844.png Seite 844]] die Haut oder den Schild durchbohrend; Arcs, Il. 21, 392; Hes. Th. 934; sp. D., wie Nonn. D. 45, 288; [[αἰχμή]], Paul. Sil. ecphr. 1, 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui perce le cuir des boucliers.<br />'''Étymologie:''' [[ῥινός]], [[τείρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῑνοτόρος''': -ον, (ῥινὸς) ὁ διατρυπῶν δέρματα, διατρυπῶν ἀσπίδας, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Φ. 392, Ἡσ. Θ. 934· [[θύρσος]] Νόνν. Δ. 45. 288, κτλ. | |lstext='''ῥῑνοτόρος''': -ον, (ῥινὸς) ὁ διατρυπῶν δέρματα, διατρυπῶν ἀσπίδας, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Φ. 392, Ἡσ. Θ. 934· [[θύρσος]] Νόνν. Δ. 45. 288, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (ῥινός) hide-piercing, shield-piercing, of Ares, Il.21.392, Hes.Th.934; θύρσος Nonn.D.45.288, etc.
German (Pape)
[Seite 844] die Haut oder den Schild durchbohrend; Arcs, Il. 21, 392; Hes. Th. 934; sp. D., wie Nonn. D. 45, 288; αἰχμή, Paul. Sil. ecphr. 1, 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui perce le cuir des boucliers.
Étymologie: ῥινός, τείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνοτόρος: -ον, (ῥινὸς) ὁ διατρυπῶν δέρματα, διατρυπῶν ἀσπίδας, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Φ. 392, Ἡσ. Θ. 934· θύρσος Νόνν. Δ. 45. 288, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη δερμάτινη ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + -τόρος (< θ. τορ- του αορ. τορ-εῖν του τείρω «τρυπώ»), πρβλ. χαλκό-τορος].
Greek Monotonic
ῥῑνοτόρος: -ον (τείρω), αυτός που διατρυπά, που διαπερνά τα δέρματα, τις ασπίδες, επίθ. του θεού Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑνοτόρος: пробивающий щиты (Ἄρης Hom., Hes.).