βαναυσουργία: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ας (ἡ) :<br />travail manuel.<br />'''Étymologie:''' [[βάναυσος]], [[ἔργον]].
|btext=ας (ἡ) :<br />travail manuel.<br />'''Étymologie:''' [[βάναυσος]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βαναυσουργία''': , τὸ [[ἔργον]], [[τέχνη]] τοῦ βαναύσου, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14.
|elnltext=[[βαναυσουργία]] -ας, ἡ [[βάναυσος]], [[ἔργον]] handwerk.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰναυσουργία:''' ἡ [[ручной труд]], [[ремесло]] Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βαναυσουργία:''' ἡ (*[[ἔργω]]), χειρωνακτικό [[έργο]], χειρωνακτική [[τέχνη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''βαναυσουργία:''' ἡ (*[[ἔργω]]), χειρωνακτικό [[έργο]], χειρωνακτική [[τέχνη]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βᾰναυσουργία:''' ἡ [[ручной труд]], [[ремесло]] Plut.
|lstext='''βαναυσουργία''': ἡ, τὸ [[ἔργον]], ἡ [[τέχνη]] τοῦ βαναύσου, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαναυσουργία]] -ας, ἡ [[βάναυσος]], [[ἔργον]] handwerk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[*[[ἔργω]]<br />[[handicraft]], Plut.
|mdlsjtxt=[*[[ἔργω]]<br />[[handicraft]], Plut.
}}
}}

Revision as of 19:54, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰναυσουργία Medium diacritics: βαναυσουργία Low diacritics: βαναυσουργία Capitals: ΒΑΝΑΥΣΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: banausourgía Transliteration B: banausourgia Transliteration C: vanafsourgia Beta Code: banausourgi/a

English (LSJ)

ἡ, handicraft, Plu.Marc.14.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
trabajo manual φορτικῆς βαναυσουργίας δεομένοι Plu.Marc.14, Poll.7.6.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, ein Handwerk, Plut. Marc. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail manuel.
Étymologie: βάναυσος, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαναυσουργία -ας, ἡ βάναυσος, ἔργον handwerk.

Russian (Dvoretsky)

βᾰναυσουργία:ручной труд, ремесло Plut.

Greek Monolingual

βαναυσουργία, η (Α) βαναυσουργός
η χειρωνακτική εργασία.

Greek Monotonic

βαναυσουργία: ἡ (*ἔργω), χειρωνακτικό έργο, χειρωνακτική τέχνη, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

βαναυσουργία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ βαναύσου, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14.

Middle Liddell

[*ἔργω
handicraft, Plut.