γεώλοφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />dont le sommet est de terre (montagne), <i>càd</i> non boisé ; ὁ [[γεώλοφος]], τὸ γεώλοφον, colline.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[λόφος]].
|btext=ος, ον :<br />dont le sommet est de terre (montagne), <i>càd</i> non boisé ; ὁ [[γεώλοφος]], τὸ γεώλοφον, colline.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[λόφος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γεώλοφος''': -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ χώματος, ὄρη Στράβ. 755. πρβλ. 570. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[γεώλοφος]], ὁ, [[λόφος]], λοφίσκος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28 (διάφ. γραφ. γήλ-), Πολύβ. 1. 75, 4·οὕτω γεώλοφον, τό, Θεόκρ. 1. 13., 5. 101.
|elnltext=[[γεώλοφος]] -ον [γῆ, [[λόφος]] met aardophoping; subst. ὁ γ. heuvel.
}}
{{elru
|elrutext='''γεώλοφος:''' ὁ Xen. = [[varia lectio|v.l.]] [[γήλοφος]], Polyb. = [[γεώλοφον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''γεώλοφος:''' -ον, καλυμμένος με [[χώμα]]· ως ουσ., [[λόφος]], [[λοφίσκος]], [[γήλοφος]], σε Ξεν.· επίσης, <i>[[γεώλοφον]]</i>, <i>τό</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''γεώλοφος:''' -ον, καλυμμένος με [[χώμα]]· ως ουσ., [[λόφος]], [[λοφίσκος]], [[γήλοφος]], σε Ξεν.· επίσης, <i>[[γεώλοφον]]</i>, <i>τό</i>, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γεώλοφος:''' ὁ Xen. = [[varia lectio|v.l.]] [[γήλοφος]], Polyb. = [[γεώλοφον]].
|lstext='''γεώλοφος''': -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ χώματος, ὄρη Στράβ. 755. πρβλ. 570. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[γεώλοφος]], ὁ, [[λόφος]], λοφίσκος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28 (διάφ. γραφ. γήλ-), Πολύβ. 1. 75, 4·οὕτω γεώλοφον, τό, Θεόκρ. 1. 13., 5. 101.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γεώλοφος]] -ον [γῆ, [[λόφος]] met aardophoping; subst. ὁ γ. heuvel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[crested]] with [[earth]]: as [[substantive]], a [[hill]], [[hillock]], Xen.: so γεώλοφον, ου, τό, Theocr.
|mdlsjtxt=<br />[[crested]] with [[earth]]: as [[substantive]], a [[hill]], [[hillock]], Xen.: so γεώλοφον, ου, τό, Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:04, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώλοφος Medium diacritics: γεώλοφος Low diacritics: γεώλοφος Capitals: ΓΕΩΛΟΦΟΣ
Transliteration A: geṓlophos Transliteration B: geōlophos Transliteration C: geolofos Beta Code: gew/lofos

English (LSJ)

ον, A crested with earth, ὄρη Str.16.2.16; χωρία Id.12.7.1. II Subst. γεώλοφος, , hill, hillock, X.Cyr.3.3.28 codd., Plb.1.75.4, Ph.1.191; γεώλοφον, τό, Theoc.1.13, Numen. ap. Ath.7.305a. 2 γεώλοφος, , boor, clod-hopper, Ael.Dion.Fr.107.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): γήλ- X.Cyr.3.3.28, An.1.5.8, Pl.Criti.113d, Longus 1.1.2; γεύλ- Hsch.; dór. γάλ- Limen.14
I 1de colinas, montuoso χωρία Str.4.6.9, cf. 4.5.2, 12.7.1, πόλις Ps.Dicaearch.1.27.
2 de abundante tierra e.d. no pedregoso ὄρη γεώλοφα καὶ καλλίκαρπα Str.16.2.16, cf. Ps.Dicaearch.2.2
de la propia tierra de colina, de ladera γῆ Gp.3.1.9.
II subst. ὁ γ. colina X.An.l.c., Pl.l.c., Limen.l.c., Plb.1.75.4, Ph.1.191, Longus l.c., Thdt.H.Rel.28.1, como lugar estratégico, X.Cyr.l.c., D.C.Epit.8.25.4
tb. τό γ. Theoc.1.13, Numen.SHell.584.2, Hsch.

German (Pape)

[Seite 488] vgl. γήλοφος, aus Erdhügeln bestehend, ὄρη Strab. XVI p. 755; bes. ὁ γ., der Erdhügel, Pol. 1, 75, 4; Dion. Hal. 5, 38; τὸ γ. Theocr. 1, 13. 5, 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le sommet est de terre (montagne), càd non boisé ; ὁ γεώλοφος, τὸ γεώλοφον, colline.
Étymologie: γῆ, λόφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεώλοφος -ον [γῆ, λόφος met aardophoping; subst. ὁ γ. heuvel.

Russian (Dvoretsky)

γεώλοφος: ὁ Xen. = v.l. γήλοφος, Polyb. = γεώλοφον.

Greek Monolingual

και γήλοφος, ο (AM γεώλοφος και γήλοφος, ο
Α και γήλοφον, το)
χαμηλό ύψωμα, χωμάτινος λόφος
αρχ.-μσν.
ο αγροίκος, ο χοντροφτιαγμένος
αρχ.
ως επίθ. ο σκεπασμένος με χώμα («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»).

Greek Monotonic

γεώλοφος: -ον, καλυμμένος με χώμα· ως ουσ., λόφος, λοφίσκος, γήλοφος, σε Ξεν.· επίσης, γεώλοφον, τό, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

γεώλοφος: -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ χώματος, ὄρη Στράβ. 755. πρβλ. 570. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γεώλοφος, ὁ, λόφος, λοφίσκος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28 (διάφ. γραφ. γήλ-), Πολύβ. 1. 75, 4·οὕτω γεώλοφον, τό, Θεόκρ. 1. 13., 5. 101.

Middle Liddell


crested with earth: as substantive, a hill, hillock, Xen.: so γεώλοφον, ου, τό, Theocr.