Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δαιτύς: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ύος (ἡ) :<br />repas.<br />'''Étymologie:''' épq. cf. [[δαίς]].
|btext=ύος (ἡ) :<br />repas.<br />'''Étymologie:''' épq. cf. [[δαίς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δαιτύς''': -ύος, , Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δαίς, [[δεῖπνον]], [[φαγητόν]], Ἰλ. Χ. 496.
|elnltext=δαιτύς -ύος, ἡ [δαίομαι] maaltijd.
}}
{{elru
|elrutext='''δαιτύς:''' ύος (ῠ) Hom. = [[δαίς]] 1.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δαιτύς:''' -ύος, ἡ, Επικ. αντί [[δαίς]], [[γεύμα]], [[δείπνο]], [[συμπόσιο]], [[φαγοπότι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δαιτύς:''' -ύος, ἡ, Επικ. αντί [[δαίς]], [[γεύμα]], [[δείπνο]], [[συμπόσιο]], [[φαγοπότι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δαιτύς:''' ύος (ῠ) Hom. = [[δαίς]] 1.
|lstext='''δαιτύς''': -ύος, , Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δαίς, [[δεῖπνον]], [[φαγητόν]], Ἰλ. Χ. 496.
}}
{{elnl
|elnltext=δαιτύς -ύος, [δαίομαι] maaltijd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic for [[δαίς]]<br />a [[meal]], Il.
|mdlsjtxt=[epic for [[δαίς]]<br />a [[meal]], Il.
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιτύς Medium diacritics: δαιτύς Low diacritics: δαιτύς Capitals: ΔΑΙΤΥΣ
Transliteration A: daitýs Transliteration B: daitys Transliteration C: daitys Beta Code: daitu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ep. for δαίς, a meal, Il.22.496.

Spanish (DGE)

-ύος, ἡ
convite τὸν δὲ καὶ ἀμφιθαλὴς ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε Il.22.496.

German (Pape)

[Seite 516] ὐος, ἡ, = δαίς, δαίτη, das Mahl, Homer einmal, Iliad. 22, 496.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
repas.
Étymologie: épq. cf. δαίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιτύς -ύος, ἡ [δαίομαι] maaltijd.

Russian (Dvoretsky)

δαιτύς: ύος (ῠ) ἡ Hom. = δαίς 1.

English (Autenrieth)

ύος = δαίς, Il. 22.496.†

Greek Monolingual

δαιτύς (-ύος), η (Α)
η δαίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II), με το ιωνικό επίθημα -τυς (πρβλ. εδητύς)].

Greek Monotonic

δαιτύς: -ύος, ἡ, Επικ. αντί δαίς, γεύμα, δείπνο, συμπόσιο, φαγοπότι, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

δαιτύς: -ύος, ἡ, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δαίς, δεῖπνον, φαγητόν, Ἰλ. Χ. 496.

Middle Liddell

[epic for δαίς
a meal, Il.