κάρπωσις: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />jouissance, possession.<br />'''Étymologie:''' [[καρπόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />jouissance, possession.<br />'''Étymologie:''' [[καρπόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάρπωσις''': -εως, , τὸ καρποῦσθαί τι, [[ἀπόλαυσις]], [[ὠφέλεια]], Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· [[καθόλου]] προσφορὰ ἢ [[θυσία]], Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. [[κάρπωμα]] ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάρπωσις]]· [[θυσία]] Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι».
|elnltext=κάρπωσις -εως, ἡ [καρπόω] opbrengst.
}}
{{elru
|elrutext='''κάρπωσις:''' εως ἡ (ис)пользование (γῆς Xen.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάρπωσις:''' -εως, ἡ, [[χρήση]] ή [[κέρδος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κάρπωσις:''' -εως, ἡ, [[χρήση]] ή [[κέρδος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάρπωσις:''' εως ἡ (ис)пользование (γῆς Xen.).
|lstext='''κάρπωσις''': -εως, , τὸ καρποῦσθαί τι, [[ἀπόλαυσις]], [[ὠφέλεια]], Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· [[καθόλου]] προσφορὰ ἢ [[θυσία]], Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. [[κάρπωμα]] ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάρπωσις]]· [[θυσία]] Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι».
}}
{{elnl
|elnltext=κάρπωσις -εως, ἡ [καρπόω] opbrengst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάρπωσις]], εως [from [[καρπόω]]<br />use or [[profit]], Xen.
|mdlsjtxt=[[κάρπωσις]], εως [from [[καρπόω]]<br />use or [[profit]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρπωσις Medium diacritics: κάρπωσις Low diacritics: κάρπωσις Capitals: ΚΑΡΠΩΣΙΣ
Transliteration A: kárpōsis Transliteration B: karpōsis Transliteration C: karposis Beta Code: ka/rpwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A use, profit, X.Cyr.4.5.16. II offering offruits, LXXLe.4.10, al., IG 3.77 (pl., ii A. D.); sacrifice to Aphrodite at Amathus, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1329] ἡ, die Nutzung, der Nießbrauch, γῆς Xen. Cyr. 4, 5, 16; – das Darbringen der Opfer von Früchten, das Opfern, LXX., Inscr.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
jouissance, possession.
Étymologie: καρπόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρπωσις -εως, ἡ [καρπόω] opbrengst.

Russian (Dvoretsky)

κάρπωσις: εως ἡ (ис)пользование (γῆς Xen.).

Greek Monotonic

κάρπωσις: -εως, ἡ, χρήση ή κέρδος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κάρπωσις: -εως, ἡ, τὸ καρποῦσθαί τι, ἀπόλαυσις, ὠφέλεια, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 16. ΙΙ. αἱ προσφοραὶ τῶν καρπῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 523· καθόλου προσφορὰ ἢ θυσία, Ἑβδ. (Λευ. Δ', 10, κ. ἀλλ.), πρβλ. κάρπωμα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάρπωσις· θυσία Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι».

Middle Liddell

κάρπωσις, εως [from καρπόω
use or profit, Xen.