Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθαρτής: Difference between revisions

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[καθαρτήρ]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[καθαρτήρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰθαρτής''': -οῦ, ὁ, ([[καθαίρω]]) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ [[ἔρχομαι]]…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. [[εἶναι]] Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.
|elnltext=καθαρτής -οῦ, ὁ [καθαίρω] ritueel reiniger:. σοῦ γὰρ ἔρχομαι... καθαρτής ik ben gekomen om u te reinigen van bezoedeling Soph. El. 70; δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθαρτὴν αὐτὸν εἶναι dat hij de meningen over de ziel zou zuiveren Plat. Sph. 231e.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθαρτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[очиститель]], [[производящий очистку]] (ποταμῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[освободитель]], [[избавитель]] ([[δοξῶν]] ἐμποδίων μαθήμασι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[очиститель]] (от грехов), искупитель (τῆς χώρας Arph.): σοῦ [[ἔρχομαι]] κ. Soph. прихожу, чтобы очистить тебя от проклятия.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰθαρτής:''' -ου, ὁ ([[καθαίρω]]), αυτός που εξαγνίζει, καθαρίζει το [[μίασμα]], εξαγνιστής, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''κᾰθαρτής:''' -ου, ὁ ([[καθαίρω]]), αυτός που εξαγνίζει, καθαρίζει το [[μίασμα]], εξαγνιστής, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθαρτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[очиститель]], [[производящий очистку]] (ποταμῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[освободитель]], [[избавитель]] ([[δοξῶν]] ἐμποδίων μαθήμασι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[очиститель]] (от грехов), искупитель (τῆς χώρας Arph.): σοῦ [[ἔρχομαι]] κ. Soph. прихожу, чтобы очистить тебя от проклятия.
|lstext='''κᾰθαρτής''': -οῦ, ὁ, ([[καθαίρω]]) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ [[ἔρχομαι]]. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. [[εἶναι]] Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=καθαρτής -οῦ, [καθαίρω] ritueel reiniger:. σοῦ γὰρ ἔρχομαι... καθαρτής ik ben gekomen om u te reinigen van bezoedeling Soph. El. 70; δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθαρτὴν αὐτὸν εἶναι dat hij de meningen over de ziel zou zuiveren Plat. Sph. 231e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰθαρτής, οῦ, [[καθαίρω]]<br />a [[cleanser]] from [[guilt]] or [[defilement]], [[purifier]], Soph., Ar., etc.
|mdlsjtxt=κᾰθαρτής, οῦ, [[καθαίρω]]<br />a [[cleanser]] from [[guilt]] or [[defilement]], [[purifier]], Soph., Ar., etc.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρτής Medium diacritics: καθαρτής Low diacritics: καθαρτής Capitals: ΚΑΘΑΡΤΗΣ
Transliteration A: kathartḗs Transliteration B: kathartēs Transliteration C: kathartis Beta Code: kaqarth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, cleanser, purifier, μάγοι καὶ κ. Hp.Morb. Sacr.1, cf. D.Chr.4.89(pl.); σοῦ γὰρ ἔρχομαι… κ. S.El.70; στρατοῦ κ. Id.Fr.34; τῆς χώρας Ar.V.1043; ποταμῶν Plu.Luc.26; θηρίων, of Heracles, Max.Tyr.21.6: metaph., δοξῶν… περὶ ψυχὴν κ. εἶναι Pl.Sph. 231e; as occupational name, IG5(1).209.25 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1282] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ ἔρχομαι δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. καθαρτήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαρτής -οῦ, ὁ [καθαίρω] ritueel reiniger:. σοῦ γὰρ ἔρχομαι... καθαρτής ik ben gekomen om u te reinigen van bezoedeling Soph. El. 70; δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθαρτὴν αὐτὸν εἶναι dat hij de meningen over de ziel zou zuiveren Plat. Sph. 231e.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαρτής: οῦ ὁ
1) очиститель, производящий очистку (ποταμῶν Plut.);
2) освободитель, избавитель (δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι Plat.);
3) очиститель (от грехов), искупитель (τῆς χώρας Arph.): σοῦ ἔρχομαι κ. Soph. прихожу, чтобы очистить тебя от проклятия.

Greek Monolingual

ο (Α καθαρτής, θηλ. καθάρτρια) καθαίρω
αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από ενοχή ή από μίασμα («σοῦ γὰρ ἔρχομαι δίκη καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», Σοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae.

Greek Monotonic

κᾰθαρτής: -ου, ὁ (καθαίρω), αυτός που εξαγνίζει, καθαρίζει το μίασμα, εξαγνιστής, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθαρτής: -οῦ, ὁ, (καθαίρω) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ ἔρχομαι…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. εἶναι Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.

Middle Liddell

κᾰθαρτής, οῦ, καθαίρω
a cleanser from guilt or defilement, purifier, Soph., Ar., etc.