ζαθερής: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ής, ές :<br />très chaud.<br />'''Étymologie:''' ζα-, [[θέρος]].
|btext=ής, ές :<br />très chaud.<br />'''Étymologie:''' ζα-, [[θέρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζᾰθερής''': -ές, ([[θέρος]]) [[λίαν]] [[καυστικός]], [[διάθερμος]], [[καῦμα]] Ἀνθ. Π. 6. 120.
|elnltext=ζαθερής -ές [ζα-, θέρος] verschroeiend. AP 6.120.2.
}}
{{elru
|elrutext='''ζᾰθερής:''' [[жаркий]], [[знойный]], [[палящий]] ([[καῦμα]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''ζᾰθερής:''' -ές ([[θέρος]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[θερμότητα]], [[καυτός]], [[διάθερμος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ζᾰθερής:''' -ές ([[θέρος]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[θερμότητα]], [[καυτός]], [[διάθερμος]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζᾰθερής:''' [[жаркий]], [[знойный]], [[палящий]] ([[καῦμα]] Anth.).
|lstext='''ζᾰθερής''': -ές, ([[θέρος]]) [[λίαν]] [[καυστικός]], [[διάθερμος]], [[καῦμα]] Ἀνθ. Π. 6. 120.
}}
{{elnl
|elnltext=ζαθερής -ές [ζα-, θέρος] verschroeiend. AP 6.120.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζᾰ-θερής, ές [[θέρος]]<br />[[very]] hot, [[scorching]], Anth.
|mdlsjtxt=ζᾰ-θερής, ές [[θέρος]]<br />[[very]] hot, [[scorching]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:31, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζᾰθερής Medium diacritics: ζαθερής Low diacritics: ζαθερής Capitals: ΖΑΘΕΡΗΣ
Transliteration A: zatherḗs Transliteration B: zatherēs Transliteration C: zatheris Beta Code: zaqerh/s

English (LSJ)

ές, (θέρος) scorching, καῦμα AP6.120 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très chaud.
Étymologie: ζα-, θέρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζαθερής -ές [ζα-, θέρος] verschroeiend. AP 6.120.2.

Russian (Dvoretsky)

ζᾰθερής: жаркий, знойный, палящий (καῦμα Anth.).

Greek Monolingual

ζαθερής, -ές (Α)
πολύ θερμός, καυτός, καυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -θερης (< θέρος), πρβλ. ειληθερής, ηλιοθερής].

Greek Monotonic

ζᾰθερής: -ές (θέρος), αυτός που έχει μεγάλη θερμότητα, καυτός, διάθερμος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰθερής: -ές, (θέρος) λίαν καυστικός, διάθερμος, καῦμα Ἀνθ. Π. 6. 120.

Middle Liddell

ζᾰ-θερής, ές θέρος
very hot, scorching, Anth.