κερουχίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die [[varia lectio|v.l.]] [[κερουλκίς]] od. [[κερουλίς]], mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die [[varia lectio|v.l.]] [[κερουλκίς]] od. [[κερουλίς]], mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κερουχίς''': -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».
|elnltext=κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.
}}
{{elru
|elrutext='''κερουχίς:''' ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κερουχίς:''' -[[ίδος]], θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κερουχίς:''' -[[ίδος]], θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κερουχίς:''' ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.).
|lstext='''κερουχίς''': -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».
}}
{{elnl
|elnltext=κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κερουχίς]], ίδος [fem. of [[κεροῦχος]], Theocr.]
|mdlsjtxt=[[κερουχίς]], ίδος [fem. of [[κεροῦχος]], Theocr.]
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερουχίς Medium diacritics: κερουχίς Low diacritics: κερουχίς Capitals: ΚΕΡΟΥΧΙΣ
Transliteration A: kerouchís Transliteration B: kerouchis Transliteration C: kerouchis Beta Code: kerouxi/s

English (LSJ)

ίδος, pecul. fem. of sq., αἶγες Theoc.5.145 (κερουλίδες, αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι, κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι vv.ll. ap. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1425] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die v.l. κερουλκίς od. κερουλίς, mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.

Russian (Dvoretsky)

κερουχίς: ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.).

Greek Monolingual

κερουχίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κερούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερ-ούχος + κατάλ. -ίς, πρβλ. εν-υδρ-ίς, εχιν-ίς].

Greek Monotonic

κερουχίς: -ίδος, θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κερουχίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».

Middle Liddell

κερουχίς, ίδος [fem. of κεροῦχος, Theocr.]