κιθαρῳδικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de chanter en s'accompagnant de la cithare.<br />'''Étymologie:''' [[κιθαρῳδός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de chanter en s'accompagnant de la cithare.<br />'''Étymologie:''' [[κιθαρῳδός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῐθᾰρῳδικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κιθαρῳδίαν, νόμοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1282· ᾠδὴ Πλάτ. Νόμ. 722D· ὑποδωριστὶ κιθαρῳδικωτάτη τῶν ἁρμονιῶν Ἀριστ. Προβλ. 19, 48, 1. 2) ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) = [[κιθαρῳδία]], Πλάτ. Γοργ. 502Α.
|elnltext=κιθαρῳδικός --όν [κιθαρῳδός] voor de citer, met citerbegeleiding. subst. ἡ κιθαρῳδική ( sc. τέχνη) kunst van het citerspelen.
}}
{{elru
|elrutext='''κῐθᾰρῳδικός:''' [[касающийся пения под звуки кифары]], [[кифарный]] (νόμοι Arph.; [[ᾠδή]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κῐθᾰρῳδικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της άρπας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[κιθαρῳδία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κῐθᾰρῳδικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της άρπας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[κιθαρῳδία]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῐθᾰρῳδικός:''' [[касающийся пения под звуки кифары]], [[кифарный]] (νόμοι Arph.; [[ᾠδή]] Plut.).
|lstext='''κῐθᾰρῳδικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κιθαρῳδίαν, νόμοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1282· ᾠδὴ Πλάτ. Νόμ. 722D· ἡ ὑποδωριστὶ κιθαρῳδικωτάτη τῶν ἁρμονιῶν Ἀριστ. Προβλ. 19, 48, 1. 2) ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) = [[κιθαρῳδία]], Πλάτ. Γοργ. 502Α.
}}
{{elnl
|elnltext=κιθαρῳδικός -ή -όν [κιθαρῳδός] voor de citer, met citerbegeleiding. subst. ἡ κιθαρῳδική ( sc. τέχνη) kunst van het citerspelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:42, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθᾰρῳδικός Medium diacritics: κιθαρῳδικός Low diacritics: κιθαρωδικός Capitals: ΚΙΘΑΡΩΔΙΚΟΣ
Transliteration A: kitharōidikós Transliteration B: kitharōdikos Transliteration C: kitharodikos Beta Code: kiqarw|diko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for cithara-playing, νόμοι Ar.Ra.1282; ᾠδή Pl.Lg.722d; ἡ ὑποδωριστὶ -ωτάτη τῶν ἁρμονιῶν Arist.Pr.922b15: ἡ -κή (sc. τέχνη), = κιθαρῳδία, Pl.Grg.502a. Adv. -κῶς Phlp.in de An.153.29.

German (Pape)

[Seite 1437] ή, όν, zum Spielen der Cither mit Gesangbegleitung gehörig; νόμοι Ar. Ran. 1281; ᾠδή Plat. Legg. IV, 722 d; ἡ κιθαρῳδική, = κιθαρῳδία, Gorg. 502 a; κιθαρῳδικωτάτη τῶν ἁρμονιῶν Arist. probl. 19, 49.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'art de chanter en s'accompagnant de la cithare.
Étymologie: κιθαρῳδός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθαρῳδικός -ή -όν [κιθαρῳδός] voor de citer, met citerbegeleiding. subst. ἡ κιθαρῳδική ( sc. τέχνη) kunst van het citerspelen.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰρῳδικός: касающийся пения под звуки кифары, кифарный (νόμοι Arph.; ᾠδή Plut.).

Greek Monolingual

κιθαρῳδικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κιθαρωδία («κιθαρῳδικῆς ᾠδῆς», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαρωδική
η κιθαρωδία, η κιθαριστική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθαρῳδός, ή < κιθαρῳδία.

Greek Monotonic

κῐθᾰρῳδικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παίξιμο της άρπας, σε Αριστοφ.
2. ἡ -κή (ενν. τέχνη) = κιθαρῳδία, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰρῳδικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κιθαρῳδίαν, νόμοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1282· ᾠδὴ Πλάτ. Νόμ. 722D· ἡ ὑποδωριστὶ κιθαρῳδικωτάτη τῶν ἁρμονιῶν Ἀριστ. Προβλ. 19, 48, 1. 2) ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) = κιθαρῳδία, Πλάτ. Γοργ. 502Α.

Middle Liddell

κῐθᾰρῳδικός, ή, όν
1. of or for harp-playing, Ar.
2. ἡ -κή (sc. τέχνἠ = κιθαρῳδία, Plat. [from κῐθᾰρῳδός]

English (Woodhouse)

of harping

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)