κυματίας: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> houleux, agité;<br /><b>2</b> qui soulève les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> houleux, agité;<br /><b>2</b> qui soulève les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῡμᾰτίας''': Ἰων. -ίης, ου, ὁ, κυμαινόμενος, [[πλήρης]] κυμάτων, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Ἡρόδ. 2. 111· [[πόρος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 545. 2) ἐνεργ., ἐγείρων κύματα, τρικυμιώδης, [[θυελλώδης]], [[ἄνεμος]] Ἡρόδ. 8. 118.
|elnltext=κυματίας -ου, Ion. κυματίης -ου [κῦμα] als adj. hevig golvend, onstuimig:. ἄνεμον... κυματίην wind die hevige golven veroorzaakt Hdt. 8.118.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡμᾰτίᾱς:''' ион. [[κυματίης|κῡμᾰτίης]], ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[волнующийся]], [[взволнованный]] ([[ποταμός]] Her.; [[πόρος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[вздымающий волны]], [[бурный]] ([[ἄνεμος]] Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κῡματίας:''' Ιων. -ίης, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[κῦμα]]),<br /><b class="num">1.</b> κυμαινόμενος, [[γεμάτος]] κύματα, <i>κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί κύματα, [[ανεμικός]], [[θυελλώδης]], [[ἄνεμος]], στον ίδ.
|lsmtext='''κῡματίας:''' Ιων. -ίης, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[κῦμα]]),<br /><b class="num">1.</b> κυμαινόμενος, [[γεμάτος]] κύματα, <i>κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί κύματα, [[ανεμικός]], [[θυελλώδης]], [[ἄνεμος]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῡμᾰτίᾱς:''' ион. [[κυματίης|κῡμᾰτίης]], ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[волнующийся]], [[взволнованный]] ([[ποταμός]] Her.; [[πόρος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[вздымающий волны]], [[бурный]] ([[ἄνεμος]] Her.).
|lstext='''κῡμᾰτίας''': Ἰων. -ίης, ου, ὁ, κυμαινόμενος, [[πλήρης]] κυμάτων, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Ἡρόδ. 2. 111· [[πόρος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 545. 2) ἐνεργ., ἐγείρων κύματα, τρικυμιώδης, [[θυελλώδης]], [[ἄνεμος]] Ἡρόδ. 8. 118.
}}
{{elnl
|elnltext=κυματίας -ου, Ion. κυματίης -ου [κῦμα] als adj. hevig golvend, onstuimig:. ἄνεμον... κυματίην wind die hevige golven veroorzaakt Hdt. 8.118.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κῦμα]]<br /><b class="num">1.</b> [[surging]], billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.<br /><b class="num">2.</b> act. causing waves, [[stormy]], [[ἄνεμος]] Hdt.
|mdlsjtxt=[[κῦμα]]<br /><b class="num">1.</b> [[surging]], billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.<br /><b class="num">2.</b> act. causing waves, [[stormy]], [[ἄνεμος]] Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτίας Medium diacritics: κυματίας Low diacritics: κυματίας Capitals: ΚΥΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: kymatías Transliteration B: kymatias Transliteration C: kymatias Beta Code: kumati/as

English (LSJ)

ου, Ion. κῡμᾰτ-ίης, ὁ, A surging, billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.2.111; πόρος A.Supp.546 (lyr.); πορθμός Cerc.5.11. 2 Act., causing waves, stormy, ἄνεμος Hdt.8.118.

German (Pape)

[Seite 1530] ion. κυματίης, ὁ, 1) dasselbe; πόρον κυματίαν ὁρίζει Aesch. Suppl. 541; κυμ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Her. 2, 111; bei Sp. auch übertr., unstät, unruhig, Liban. – 2) Wellen erregend, ἄνεμος μέγας καὶ κυματίης Her. 8, 118.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 houleux, agité;
2 qui soulève les vagues.
Étymologie: κῦμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυματίας -ου, Ion. κυματίης -ου [κῦμα] als adj. hevig golvend, onstuimig:. ἄνεμον... κυματίην wind die hevige golven veroorzaakt Hdt. 8.118.2.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτίᾱς: ион. κῡμᾰτίης, ου adj. m
1) волнующийся, взволнованный (ποταμός Her.; πόρος Aesch.);
2) вздымающий волны, бурный (ἄνεμος Her.).

Greek Monolingual

κυματίας, ὁ (ιων. τ. κυματίης) (Α)
1. αυτός που έχει πολλά κύματα, κυματώδης, κυμαινόμενος
2. αυτός που προκαλεί, που σηκώνει κύματα («ἄνεμον μέγαν καὶ κυματίην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματίας, εγκληματίας)].

Greek Monotonic

κῡματίας: Ιων. -ίης, -ου, (κῦμα),
1. κυμαινόμενος, γεμάτος κύματα, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο, σε Ηρόδ.
2. Ενεργ., αυτός που προκαλεί κύματα, ανεμικός, θυελλώδης, ἄνεμος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, κυμαινόμενος, πλήρης κυμάτων, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Ἡρόδ. 2. 111· πόρος Αἰσχύλ. Ἱκ. 545. 2) ἐνεργ., ἐγείρων κύματα, τρικυμιώδης, θυελλώδης, ἄνεμος Ἡρόδ. 8. 118.

Middle Liddell

κῦμα
1. surging, billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.
2. act. causing waves, stormy, ἄνεμος Hdt.