κόμιστρον: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1478.png Seite 1478]] τό, Lohn, [[Dank für Errettung]]; ψυχῆς Aesch. Ag. 939; κυνὸς κόμιστρ' ἐς [[Ἄργος]] συγκατάστησον μολών Eur. Herc. Fur. 1387; – Trägerlohn, Poll. 9, 159.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1478.png Seite 1478]] τό, Lohn, [[Dank für Errettung]]; ψυχῆς Aesch. Ag. 939; κυνὸς κόμιστρ' ἐς [[Ἄργος]] συγκατάστησον μολών Eur. Herc. Fur. 1387; – Trägerlohn, Poll. 9, 159.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόμιστρον''': τό, ([[κομίζω]]) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ [[σῶστρα]], διὰ διάσωσιν ζωῆς, ψυχῆς κόμιστρα Αἰσχύλ. Ἀγ. 965. ΙΙ. πληρωμὴ ἢ ἀμοιβὴ μεταφορᾶς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1387.
|elnltext=κόμιστρον -ου, τό [κομίζω] loon voor het terugbrengen:. ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε als compensatie voor het terugbrengen van deze man Aeschl. Ag. 965.
}}
{{elru
|elrutext='''κόμιστρον:''' τό (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[награда за доставку]] ([[κυνός]] = Κερβέρου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[награда за спасение]] (ψυχῆς Aesch.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόμιστρον:''' τό ([[κομίζω]]), στον πληθ. όπως το [[σῶστρα]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρωμή]] ή [[αμοιβή]] για [[διάσωση]] ζωής, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμοιβή]] μεταφοράς, σε Ευρ.
|lsmtext='''κόμιστρον:''' τό ([[κομίζω]]), στον πληθ. όπως το [[σῶστρα]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρωμή]] ή [[αμοιβή]] για [[διάσωση]] ζωής, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμοιβή]] μεταφοράς, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόμιστρον:''' τό (только pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[награда за доставку]] ([[κυνός]] = Κερβέρου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[награда за спасение]] (ψυχῆς Aesch.).
|lstext='''κόμιστρον''': τό, ([[κομίζω]]) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ [[σῶστρα]], διὰ διάσωσιν ζωῆς, ψυχῆς κόμιστρα Αἰσχύλ. Ἀγ. 965. ΙΙ. πληρωμὴ ἢ ἀμοιβὴ μεταφορᾶς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1387.
}}
{{elnl
|elnltext=κόμιστρον -ου, τό [κομίζω] loon voor het terugbrengen:. ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε als compensatie voor het terugbrengen van deze man Aeschl. Ag. 965.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόμιστρον]], ου, τό, [[κομίζω]]<br /><b class="num">I.</b> in plural, like [[σῶστρα]], [[reward]] for [[saving]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[reward]] for [[bringing]], Eur.
|mdlsjtxt=[[κόμιστρον]], ου, τό, [[κομίζω]]<br /><b class="num">I.</b> in plural, like [[σῶστρα]], [[reward]] for [[saving]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[reward]] for [[bringing]], Eur.
}}
}}

Revision as of 20:56, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμιστρον Medium diacritics: κόμιστρον Low diacritics: κόμιστρον Capitals: ΚΟΜΙΣΤΡΟΝ
Transliteration A: kómistron Transliteration B: komistron Transliteration C: komistron Beta Code: ko/mistron

English (LSJ)

τό (usu. in plural, sg. in SIG (v. infr.), Poll.7.133), A reward for saving, ψυχῆς κ. A.Ag.965. 2 reward for returning lost property, SIG1184.4 (Cnidus). 3 payment for maintenance (?), Leg.Gort.3.37. II reward for bringing, E.HF1387.

German (Pape)

[Seite 1478] τό, Lohn, Dank für Errettung; ψυχῆς Aesch. Ag. 939; κυνὸς κόμιστρ' ἐς Ἄργος συγκατάστησον μολών Eur. Herc. Fur. 1387; – Trägerlohn, Poll. 9, 159.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόμιστρον -ου, τό [κομίζω] loon voor het terugbrengen:. ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε als compensatie voor het terugbrengen van deze man Aeschl. Ag. 965.

Russian (Dvoretsky)

κόμιστρον: τό (только pl.)
1) награда за доставку (κυνός = Κερβέρου Eur.);
2) награда за спасение (ψυχῆς Aesch.).

Greek Monotonic

κόμιστρον: τό (κομίζω), στον πληθ. όπως το σῶστρα,
I. πληρωμή ή αμοιβή για διάσωση ζωής, σε Αισχύλ.
II. αμοιβή μεταφοράς, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κόμιστρον: τό, (κομίζω) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ σῶστρα, διὰ διάσωσιν ζωῆς, ψυχῆς κόμιστρα Αἰσχύλ. Ἀγ. 965. ΙΙ. πληρωμὴ ἢ ἀμοιβὴ μεταφορᾶς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1387.

Middle Liddell

κόμιστρον, ου, τό, κομίζω
I. in plural, like σῶστρα, reward for saving, Aesch.
II. reward for bringing, Eur.