πέλεκκον: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />manche de hache.<br />'''Étymologie:''' [[πέλεκυς]].
|btext=ου (τό) :<br />manche de hache.<br />'''Étymologie:''' [[πέλεκυς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πέλεκκον''': τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, ([[πέλεκυς]]) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι [[ξύλον]] εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον».
|elnltext=πέλεκκον -ου, τό of πέλεκκος -ου, ὁ [πέλεκυς] steel van een bijl.
}}
{{elru
|elrutext='''πέλεκκον:''' τό [[рукоять топора]], [[топорище]] Hom.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πέλεκκον:''' τό ή πέλεκκος, ὁ ([[πέλεκυς]]), [[τσεκούρι]], [[λαβή]] τσεκουριού, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πέλεκκον:''' τό ή πέλεκκος, ὁ ([[πέλεκυς]]), [[τσεκούρι]], [[λαβή]] τσεκουριού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πέλεκκον:''' τό [[рукоять топора]], [[топорище]] Hom.
|lstext='''πέλεκκον''': τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, ([[πέλεκυς]]) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι [[ξύλον]] εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον».
}}
{{elnl
|elnltext=πέλεκκον -ου, τό of πέλεκκος -ου, [πέλεκυς] steel van een bijl.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πέλεκκον]], ου, τό, [[πέλεκυς]]<br />an axe-[[handle]], Il.
|mdlsjtxt=[[πέλεκκον]], ου, τό, [[πέλεκυς]]<br />an axe-[[handle]], Il.
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλεκκον Medium diacritics: πέλεκκον Low diacritics: πέλεκκον Capitals: ΠΕΛΕΚΚΟΝ
Transliteration A: pélekkon Transliteration B: pelekkon Transliteration C: pelekkon Beta Code: pe/lekkon

English (LSJ)

τό, or πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς) axe-handle, Il.13.612, cf. Poll. 10.146, Hsch.

German (Pape)

[Seite 550] τό, Griff oder Stiel der Art, Il. 13, 612.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
manche de hache.
Étymologie: πέλεκυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέλεκκον -ου, τό of πέλεκκος -ου, ὁ [πέλεκυς] steel van een bijl.

Russian (Dvoretsky)

πέλεκκον: τό рукоять топора, топорище Hom.

Greek Monolingual

τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α
η λαβή του πελέκεως, το στειλιάρι («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκ-F-ον < πέλεκυς (πρβλ. λάκκος < λάκFος)].

Greek Monotonic

πέλεκκον: τό ή πέλεκκος, ὁ (πέλεκυς), τσεκούρι, λαβή τσεκουριού, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεκκον: τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι ξύλον εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον».

Middle Liddell

πέλεκκον, ου, τό, πέλεκυς
an axe-handle, Il.