κενοφωνία: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />parole vide de sens, vain bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[κενός]], [[φρήν]].
|btext=ας (ἡ) :<br />parole vide de sens, vain bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[κενός]], [[φρήν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κενοφωνία''': , κενὴ [[φωνή]], τὸ μάταια, ἀνόητα λέγειν, Α΄ Ἐπ. πρ. Τιμ. ς΄, 20, Β΄ β΄, 16.
|elnltext=κενοφωνία -ας, ἡ [κενός, φωνή] geklets, ijdel gepraat.
}}
{{elru
|elrutext='''κενοφωνία:''' ἡ pl. пустословие NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κενοφωνία:''' ἡ ([[φωνέω]]), μάταιη [[συζήτηση]], [[φλυαρία]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κενοφωνία:''' ἡ ([[φωνέω]]), μάταιη [[συζήτηση]], [[φλυαρία]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κενοφωνία:''' ἡ pl. пустословие NT.
|lstext='''κενοφωνία''': , κενὴ [[φωνή]], τὸ μάταια, ἀνόητα λέγειν, Α΄ Ἐπ. πρ. Τιμ. ς΄, 20, Β΄ β΄, 16.
}}
{{elnl
|elnltext=κενοφωνία -ας, ἡ [κενός, φωνή] geklets, ijdel gepraat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενοφωνία Medium diacritics: κενοφωνία Low diacritics: κενοφωνία Capitals: ΚΕΝΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: kenophōnía Transliteration B: kenophōnia Transliteration C: kenofonia Beta Code: kenofwni/a

English (LSJ)

ἡ, vain talking, Dsc.Praef. 2: in plural, 1 Ep.Ti.6.20, 2 Ep.Ti.2.16, Porph.Chr.58; ἄγραφοι κ. Just. Nov.146.1.2.

German (Pape)

[Seite 1417] ἡ, leere, vergebliche Rede, Sp., wie Diosc. prooem. lib. 1; VLL. erklären ματαιοφωνία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole vide de sens, vain bavardage.
Étymologie: κενός, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενοφωνία -ας, ἡ [κενός, φωνή] geklets, ijdel gepraat.

Russian (Dvoretsky)

κενοφωνία: ἡ pl. пустословие NT.

English (Strong)

from a presumed compound of κενός and φωνή; empty sounding, i.e. fruitless discussion: vain.

Greek Monolingual

κενοφωνία, ἡ (ΑΜ) κενοφωνῶ
το να λέγει κανείς κενά λόγια, ματαιολογία, μωρολογία.

Greek Monotonic

κενοφωνία: ἡ (φωνέω), μάταιη συζήτηση, φλυαρία, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κενοφωνία: ἡ, κενὴ φωνή, τὸ μάταια, ἀνόητα λέγειν, Α΄ Ἐπ. πρ. Τιμ. ς΄, 20, Β΄ β΄, 16.

Middle Liddell

κενο-φωνία, ἡ, φωνέω
vain talking, babbling, NTest.

Chinese

原文音譯:kenofwn⋯a 咳挪-賀你阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:空的-聲音
字義溯源:空的響聲,虛談,虛妄談論,胡說,喋喋不休;由(κενός)*=虛空的)與(φωνή)*=聲音)組成。參讀 (κενός)同源字
出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)
譯字彙編
1) 虛談(1) 提後2:16;
2) 虛妄談論(1) 提前6:20