παγκοίτης: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui endort toute chose.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοίτη]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui endort toute chose.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοίτη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παγκοίτης''': -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς [[κοίτη]] χρησιμεύων, [[θάλαμος]] παγκοίτας, δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας [[αὐτόθι]] 811· ἀμφότερα τὰ χωρία [[ταῦτα]] λυρικά.
|elnltext=παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [πᾶς, κοίτη] die iedereen doet inslapen.
}}
{{elru
|elrutext='''παγκοίτης:''' дор. [[παγκοίτας|παγκοίτᾱς]], ᾱ adj. m всеусыпляющий, упокояющий всех ([[θάλαμος]], [[Ἃιδης]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παγκοίτης:''' -ου, ὁ ([[κοίτη]]), το [[μέρος]] όπου όλοι πρέπει να κοιμούνται, [[θάλαμος]] [[παγκοίτας]] δηλ. ο [[τάφος]], σε Σοφ.· [[πάγκοινος]] Ἅιδας, στον ίδ.
|lsmtext='''παγκοίτης:''' -ου, ὁ ([[κοίτη]]), το [[μέρος]] όπου όλοι πρέπει να κοιμούνται, [[θάλαμος]] [[παγκοίτας]] δηλ. ο [[τάφος]], σε Σοφ.· [[πάγκοινος]] Ἅιδας, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παγκοίτης:''' дор. [[παγκοίτας|παγκοίτᾱς]], ᾱ adj. m всеусыпляющий, упокояющий всех ([[θάλαμος]], [[Ἃιδης]] Soph.).
|lstext='''παγκοίτης''': -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς [[κοίτη]] χρησιμεύων, [[θάλαμος]] παγκοίτας, δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας [[αὐτόθι]] 811· ἀμφότερα τὰ χωρία [[ταῦτα]] λυρικά.
}}
{{elnl
|elnltext=παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [πᾶς, κοίτη] die iedereen doet inslapen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παγ-κοίτης, ου, ὁ, [[κοίτη]]<br />[[where]] all must [[sleep]], [[θάλαμος]] [[παγκοίτας]], i. e. the [[grave]], Soph.; π. Ἅιδας Soph.
|mdlsjtxt=παγ-κοίτης, ου, ὁ, [[κοίτη]]<br />[[where]] all must [[sleep]], [[θάλαμος]] [[παγκοίτας]], i. e. the [[grave]], Soph.; π. Ἅιδας Soph.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκοίτης Medium diacritics: παγκοίτης Low diacritics: παγκοίτης Capitals: ΠΑΓΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: pankoítēs Transliteration B: pankoitēs Transliteration C: pagkoitis Beta Code: pagkoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, where all must sleep, παγκοίτης θάλαμος, i.e. the grave, S.Ant.804 (anap.); παγκοίτης Ἅιδας ib.811 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 436] ὁ, der Alles zur Ruhe bringt, allbettend, Ἅιδης, Soph. Ant. 810, θάλαμος, auch von der Unterwelt, 804.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui endort toute chose.
Étymologie: πᾶς, κοίτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [πᾶς, κοίτη] die iedereen doet inslapen.

Russian (Dvoretsky)

παγκοίτης: дор. παγκοίτᾱς, ᾱ adj. m всеусыпляющий, упокояющий всех (θάλαμος, Ἃιδης Soph.).

Greek Monolingual

παγκοίτης, ὁ (Α)
(για τον τάφο ή τον Άδη) αυτός στον οποίο όλοι θα κοιμηθούν, που χρησιμεύει ως κοίτη για όλους, δηλ. ο τάφος («ὁ παγκοίτας Ἅδας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -κοίτης (< κοίτη)].

Greek Monotonic

παγκοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), το μέρος όπου όλοι πρέπει να κοιμούνται, θάλαμος παγκοίτας δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.· πάγκοινος Ἅιδας, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παγκοίτης: -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς κοίτη χρησιμεύων, θάλαμος παγκοίτας, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας αὐτόθι 811· ἀμφότερα τὰ χωρία ταῦτα λυρικά.

Middle Liddell

παγ-κοίτης, ου, ὁ, κοίτη
where all must sleep, θάλαμος παγκοίτας, i. e. the grave, Soph.; π. Ἅιδας Soph.