κοτήεις: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />irrité ; vindicatif.<br />'''Étymologie:''' [[κότος]].
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />irrité ; vindicatif.<br />'''Étymologie:''' [[κότος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοτήεις''': εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[κοτήεις]] [[στέφανος]] ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».
|elnltext=κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.
}}
{{elru
|elrutext='''κοτήεις:''' ήεσσα, ῆεν разгневанный, раздраженный ([[θεός]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κοτήεις:''' -εσσα, -εν, οργισμένος, [[φθονερός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κοτήεις:''' -εσσα, -εν, οργισμένος, [[φθονερός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοτήεις:''' ήεσσα, ῆεν разгневанный, раздраженный ([[θεός]] Hom.).
|lstext='''κοτήεις''': εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[κοτήεις]] [[στέφανος]] ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».
}}
{{elnl
|elnltext=κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοτήεις]], εσσα, εν<br />[[wrathful]], [[jealous]], Il.
|mdlsjtxt=[[κοτήεις]], εσσα, εν<br />[[wrathful]], [[jealous]], Il.
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτήεις Medium diacritics: κοτήεις Low diacritics: κοτήεις Capitals: ΚΟΤΗΕΙΣ
Transliteration A: kotḗeis Transliteration B: kotēeis Transliteration C: kotieis Beta Code: koth/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, wrathful, jealous, θεός Il.5.191, cf. A.D.Adv.189.12.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
irrité ; vindicatif.
Étymologie: κότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτήεις -εσσα -εν [κότος] wrok koesterend.

Russian (Dvoretsky)

κοτήεις: ήεσσα, ῆεν разгневанный, раздраженный (θεός Hom.).

English (Autenrieth)

wrathful, Il. 5.191†.

Greek Monolingual

κοτήεις και κοτόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -ήεις / -όεις (πρβλ. δενδρ-ήεις / κυκλ-όεις)].

Greek Monotonic

κοτήεις: -εσσα, -εν, οργισμένος, φθονερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κοτήεις: εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «κοτήεις στέφανος ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».

Middle Liddell

κοτήεις, εσσα, εν
wrathful, jealous, Il.