Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κύρτη: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />nasse de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[κύρτος]].
|btext=ης (ἡ) :<br />nasse de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[κύρτος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κύρτη''': , ὡς τὸ [[κύρτος]], ὁ, [[πλέγμα]] πρὸς ἄγραν ἰχθύων, [[εἶδος]] καλάθου ἁλιευτικοῦ μετὰ στενοῦ λαιμοῦ, Λατ. nassa, Ἡρόδ. 1. 191, Διόδ. 3. 19· σχοινίδι κ. Νικ. Ἀλεξιφ. 546, πρβλ. Ἀρχίλ. 167.
|elnltext=κύρτη -ης, ἡ fuik.
}}
{{elru
|elrutext='''κύρτη:''' ἡ [[верша]] Her., Diod.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κύρτη:''' ἡ, [[καλάθι]] ψαρέματος, Λατ. [[nassa]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κύρτη:''' ἡ, [[καλάθι]] ψαρέματος, Λατ. [[nassa]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κύρτη:''' ἡ [[верша]] Her., Diod.
|lstext='''κύρτη''': , ὡς τὸ [[κύρτος]], ὁ, [[πλέγμα]] πρὸς ἄγραν ἰχθύων, [[εἶδος]] καλάθου ἁλιευτικοῦ μετὰ στενοῦ λαιμοῦ, Λατ. nassa, Ἡρόδ. 1. 191, Διόδ. 3. 19· σχοινίδι κ. Νικ. Ἀλεξιφ. 546, πρβλ. Ἀρχίλ. 167.
}}
{{elnl
|elnltext=κύρτη -ης, ἡ fuik.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κύρτη]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> a [[fishing]]-[[basket]], Lat. [[nassa]], Hdt.; [[κυρτός]], ὁ, =[[κυρτευτής]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> a [[bird]]-[[cage]], Lat. [[cavea]], Anth. [from [[κυρτός]]
|mdlsjtxt=[[κύρτη]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> a [[fishing]]-[[basket]], Lat. [[nassa]], Hdt.; [[κυρτός]], ὁ, =[[κυρτευτής]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> a [[bird]]-[[cage]], Lat. [[cavea]], Anth. [from [[κυρτός]]
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρτη Medium diacritics: κύρτη Low diacritics: κύρτη Capitals: ΚΥΡΤΗ
Transliteration A: kýrtē Transliteration B: kyrtē Transliteration C: kyrti Beta Code: ku/rth

English (LSJ)

ἡ, A = κύρτος, weel, lobster pot, lobster trap, Hdt.1.191, D.S.3.19; used as a sieve or riddle, σχοινίδι κ. Nic.Al.625. 2 bird cage, Archil.177.

German (Pape)

[Seite 1537] ἡ, alles aus Binsen Geflochtene, bes. Fischerreuse, Nic. Al. 546, D. Sic. 3, 19; so Her. 1, 191, wo man es auch allgemein = Käfig erklärt; vgl. Poll. 10, 160 u. κύρτος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nasse de pêcheur.
Étymologie: fém. de κύρτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρτη -ης, ἡ fuik.

Russian (Dvoretsky)

κύρτη:верша Her., Diod.

Greek Monolingual

η (Α κύρτη) κύρτος
ψαροκάλαθο, αλιευτικό καλάθι με στενό λαιμό και με δολώματα, στο οποίο όταν μπουν τα ψάρια δεν μπορούν να βγουν
αρχ.
1. είδος κοσκίνου
2. κλουβί πτηνού.

Greek Monotonic

κύρτη: ἡ, καλάθι ψαρέματος, Λατ. nassa, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κύρτη: ἡ, ὡς τὸ κύρτος, ὁ, πλέγμα πρὸς ἄγραν ἰχθύων, εἶδος καλάθου ἁλιευτικοῦ μετὰ στενοῦ λαιμοῦ, Λατ. nassa, Ἡρόδ. 1. 191, Διόδ. 3. 19· σχοινίδι κ. Νικ. Ἀλεξιφ. 546, πρβλ. Ἀρχίλ. 167.

Middle Liddell

κύρτη, ἡ,
1. a fishing-basket, Lat. nassa, Hdt.; κυρτός, ὁ, =κυρτευτής, Plat.
2. a bird-cage, Lat. cavea, Anth. [from κυρτός