παλίρροπος: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />qui se recourbe.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ῥέπω]].
|btext=ος, ον :<br />qui se recourbe.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ῥέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰλίρροπος''': -ον, [[πάλιν]] ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.
|elnltext=παλίρροπος -ον [πάλιν, ῥέπω] wankel, krom:. γόνυ knie Eur. El. 492.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίρροπος:''' [[согнутый]], [[склоненный]] ([[γόνυ]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πᾰλίρροπος:''' -ον ([[ῥέπω]]), αυτός που ρέπει προς τα [[πίσω]], παλίρροπον [[γόνυ]], [[γόνατο]] που λυγίζει από το [[βάρος]] του σώματος, σε Ευρ.
|lsmtext='''πᾰλίρροπος:''' -ον ([[ῥέπω]]), αυτός που ρέπει προς τα [[πίσω]], παλίρροπον [[γόνυ]], [[γόνατο]] που λυγίζει από το [[βάρος]] του σώματος, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰλίρροπος:''' [[согнутый]], [[склоненный]] ([[γόνυ]] Eur.).
|lstext='''πᾰλίρροπος''': -ον, [[πάλιν]] ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.
}}
{{elnl
|elnltext=παλίρροπος -ον [πάλιν, ῥέπω] wankel, krom:. γόνυ knie Eur. El. 492.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίρ-ροπος, ον, [[ῥέπω]]<br />inclining [[backwards]], π. [[γόνυ]] [[backward]]-sinking [[knee]], Eur.
|mdlsjtxt=πᾰλίρ-ροπος, ον, [[ῥέπω]]<br />inclining [[backwards]], π. [[γόνυ]] [[backward]]-sinking [[knee]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρροπος Medium diacritics: παλίρροπος Low diacritics: παλίρροπος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: palírropos Transliteration B: palirropos Transliteration C: palirropos Beta Code: pali/rropos

English (LSJ)

ον, toltering, bent, π. γόνυ (of an old man) ib.492.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se recourbe.
Étymologie: πάλιν, ῥέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίρροπος -ον [πάλιν, ῥέπω] wankel, krom:. γόνυ knie Eur. El. 492.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρροπος: согнутый, склоненный (γόνυ Eur.).

Greek Monolingual

παλίρροπος, -ον (Α)
αυτός που κλίνει ή κάμπτεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ροπος (< ῥοπή < ῥέπω)].

Greek Monotonic

πᾰλίρροπος: -ον (ῥέπω), αυτός που ρέπει προς τα πίσω, παλίρροπον γόνυ, γόνατο που λυγίζει από το βάρος του σώματος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρροπος: -ον, πάλιν ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.

Middle Liddell

πᾰλίρ-ροπος, ον, ῥέπω
inclining backwards, π. γόνυ backward-sinking knee, Eur.