παυσίπονος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui met fin aux peines, aux douleurs.<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[πόνος]].
|btext=ος, ον :<br />qui met fin aux peines, aux douleurs.<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[πόνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παυσίπονος''': -ον, ὁ καταπαύων τοὺς πόνους, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 451, Ἀριστοφ. Βατρ. 1321· λάθας παυσιπόνῳ πόματι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 244. 10.
|elnltext=παυσίπονος -ον [παύω, πόνος] aan de beproeving een einde makend.
}}
{{elru
|elrutext='''παυσίπονος:''' (ῐ) унимающий страдания (βότρυος [[ἕλιξ]] Arph.): δουλείας π. Eur. кладущий конец мучениям рабства.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παυσίπονος:''' -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''παυσίπονος:''' -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παυσίπονος:''' (ῐ) унимающий страдания (βότρυος [[ἕλιξ]] Arph.): δουλείας π. Eur. кладущий конец мучениям рабства.
|lstext='''παυσίπονος''': -ον, ὁ καταπαύων τοὺς πόνους, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 451, Ἀριστοφ. Βατρ. 1321· λάθας παυσιπόνῳ πόματι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 244. 10.
}}
{{elnl
|elnltext=παυσίπονος -ον [παύω, πόνος] aan de beproeving een einde makend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παυσί-πονος, ον,<br />[[ending]] [[toil]] or [[hardship]], c. gen., Eur.
|mdlsjtxt=παυσί-πονος, ον,<br />[[ending]] [[toil]] or [[hardship]], c. gen., Eur.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυσίπονος Medium diacritics: παυσίπονος Low diacritics: παυσίπονος Capitals: ΠΑΥΣΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: pausíponos Transliteration B: pausiponos Transliteration C: pafsiponos Beta Code: pausi/ponos

English (LSJ)

ον, ending toil or hardship, c. gen., E.IT451 (lyr.), Ar.Ra.1321 (lyr.); παυσιπόνῳ λάθας πόματι Epigr.Gr.244.10 (Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 538] Arbeit, Mühe, Drangsal lindernd; δουλείας παυσίπονος, Eur. I. T. 451; vgl. Ar. Ran. 1321.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui met fin aux peines, aux douleurs.
Étymologie: παύω, πόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυσίπονος -ον [παύω, πόνος] aan de beproeving een einde makend.

Russian (Dvoretsky)

παυσίπονος: (ῐ) унимающий страдания (βότρυος ἕλιξ Arph.): δουλείας π. Eur. кладущий конец мучениям рабства.

Greek Monolingual

-η, -ο / παυσίπονος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παυσίπονα
(ενν. φάρμακα) ομάδα φαρμάκων τα οποία μειώνουν το αίσθημα του πόνου και τών οποίων η χημική σύσταση και η δράση είναι ποικίλη
αρχ.
αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο, τον κάματο («βότρυος ἕλικα παυσίπονον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + πόνος (πρβλ. λυσί-πονος)].

Greek Monotonic

παυσίπονος: -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παυσίπονος: -ον, ὁ καταπαύων τοὺς πόνους, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 451, Ἀριστοφ. Βατρ. 1321· λάθας παυσιπόνῳ πόματι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 244. 10.

Middle Liddell

παυσί-πονος, ον,
ending toil or hardship, c. gen., Eur.