περιδέραιος: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />qu’on met autour du cou.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δέρη]]. | |btext=ος, ον :<br />qu’on met autour du cou.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δέρη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περιδέραιος -ον [περί, δέρη] om de hals zittend; subst. τὸ π. halsketting; halsband. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιδέραιος:''' [[надеваемый]] (надетый) на шею ([[κόσμος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περιδέραιος:''' -ον ([[δέρη]]), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., [[περιδέραιον]], <i>τό</i>, [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Αριστ., Πλούτ. | |lsmtext='''περιδέραιος:''' -ον ([[δέρη]]), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., [[περιδέραιον]], <i>τό</i>, [[περιδέραιο]], [[κολιέ]], σε Αριστ., Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιδέραιος''': -ον, ([[δέρη]]) ὁ περὶ τὴν δέρην, [[ἤτοι]] τὸν τράχηλον φορούμενος, ὁ π. [[κόσμος]] Πλουτ. Γάλβ. 17· [[στέφανος]] ὁ αὐτ. 2. 647Ε, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλέα Τάτ. σ. 519. ΙΙ. περιδέραιον, τό, [[κόσμημα]] περὶ τὸν τράχηλον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 5, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 3, Πλουτ. Σερτ. 14, Λουκ. Ἁλιεὺς 12, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περιδέραια· περιτραχήλια, ἢ ἐνώτια». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περι-δέραιος, ον, [[δέρη]]<br />passed [[round]] the [[neck]]: as [[substantive]], [[περιδέραιον]], ου, a [[necklace]], Arist., Plut. | |mdlsjtxt=περι-δέραιος, ον, [[δέρη]]<br />passed [[round]] the [[neck]]: as [[substantive]], [[περιδέραιον]], ου, a [[necklace]], Arist., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:17, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (δέρη) A passed round the neck, ὁ π. κόσμος Plu.Galb. 17; οἱ π. τῶν στεφάνων Id.2.647f. II Subst. περιδέραιον, τό, necklace, Ar.Fr.320.5, Com.Adesp.146, Arist.Po.1454b24, Plu.Sert.14, Luc.Pisc.12, etc. 2 collar of a pillory, Id.Lex.10.
German (Pape)
[Seite 572] um den Hals gehend; στέφανος, Plut. Symp. 3, 1; auch περιδέῤῥαιος geschrieben, Conjug. praec. 427.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on met autour du cou.
Étymologie: περί, δέρη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιδέραιος -ον [περί, δέρη] om de hals zittend; subst. τὸ π. halsketting; halsband.
Russian (Dvoretsky)
περιδέραιος: надеваемый (надетый) на шею (κόσμος Plut.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μπαίνει ή φοριέται γύρω από τον τράχηλο, από τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δέρη «λαιμός» + κατάλ. -αιος].
Greek Monotonic
περιδέραιος: -ον (δέρη), αυτός που περνά γύρω από το λαιμό· ως ουσ., περιδέραιον, τό, περιδέραιο, κολιέ, σε Αριστ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιδέραιος: -ον, (δέρη) ὁ περὶ τὴν δέρην, ἤτοι τὸν τράχηλον φορούμενος, ὁ π. κόσμος Πλουτ. Γάλβ. 17· στέφανος ὁ αὐτ. 2. 647Ε, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλέα Τάτ. σ. 519. ΙΙ. περιδέραιον, τό, κόσμημα περὶ τὸν τράχηλον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 5, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 3, Πλουτ. Σερτ. 14, Λουκ. Ἁλιεὺς 12, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περιδέραια· περιτραχήλια, ἢ ἐνώτια».
Middle Liddell
περι-δέραιος, ον, δέρη
passed round the neck: as substantive, περιδέραιον, ου, a necklace, Arist., Plut.