περίπτυξις: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'embrasser.<br />'''Étymologie:''' [[περιπτύσσω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'embrasser.<br />'''Étymologie:''' [[περιπτύσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίπτυξις''': , τὸ περιπτύσσεσθαι τινά, ἐναγκαλισμός, τοῦ νεκροῦ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 11, πρβλ. Πλωτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 832Α.
|elnltext=περίπτυξις -εως, ἡ [περιπτύσσω] omhelzing.
}}
{{elru
|elrutext='''περίπτυξις:''' εως [[обнимание]] (τοῦ νεκροῦ Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίπτυξις:''' ἡ, [[εναγκαλισμός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''περίπτυξις:''' ἡ, [[εναγκαλισμός]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίπτυξις:''' εως [[обнимание]] (τοῦ νεκροῦ Plut.).
|lstext='''περίπτυξις''': , τὸ περιπτύσσεσθαι τινά, ἐναγκαλισμός, τοῦ νεκροῦ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 11, πρβλ. Πλωτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 832Α.
}}
{{elnl
|elnltext=περίπτυξις -εως, ἡ [περιπτύσσω] omhelzing.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίπτυξις]], εως,<br />an embracing, Plut. [from [[περιπτύσσω]]
|mdlsjtxt=[[περίπτυξις]], εως,<br />an embracing, Plut. [from [[περιπτύσσω]]
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτυξις Medium diacritics: περίπτυξις Low diacritics: περίπτυξις Capitals: ΠΕΡΙΠΤΥΞΙΣ
Transliteration A: períptyxis Transliteration B: periptyxis Transliteration C: periptyksis Beta Code: peri/ptucis

English (LSJ)

εως, ἡ, folding oneself round, embracing, τοῦ νεκροῦ Plu.Cat.Mi.11 (pl.); περιπτύξεις καὶ ἁφαί Plot.4.7.8.

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, das Umfalten, Umarmen; Plut. Cat. min. 11; Schol. Eur. Med. 1074 erklärt damit προσβολή.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'embrasser.
Étymologie: περιπτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτυξις -εως, ἡ [περιπτύσσω] omhelzing.

Russian (Dvoretsky)

περίπτυξις: εως ἡ обнимание (τοῦ νεκροῦ Plut.).

Greek Monotonic

περίπτυξις: ἡ, εναγκαλισμός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περίπτυξις: ἡ, τὸ περιπτύσσεσθαι τινά, ἐναγκαλισμός, τοῦ νεκροῦ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 11, πρβλ. Πλωτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 832Α.

Middle Liddell

περίπτυξις, εως,
an embracing, Plut. [from περιπτύσσω