Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιστεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[περιστέφω]].
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[περιστέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιστεφής''': -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.
|elnltext=περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.
}}
{{elru
|elrutext='''περιστεφής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[увенчанный]]: περιστεφὴς ἀνθέων [[θήκη]] Soph. убранная цветами могила; [[χώρα]] [[ὄρεσι]] π. Plut. край, опоясанный горами;<br /><b class="num">2)</b> обвивающий(ся) ([[κισσός]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιστεφής:''' -ές ([[στέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[στεφανωμένος]], [[εστεμμένος]], ἀνθέων [[περιστεφής]], αυτός που έχει [[στεφάνι]] από λουλούδια, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, [[κισσός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''περιστεφής:''' -ές ([[στέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[στεφανωμένος]], [[εστεμμένος]], ἀνθέων [[περιστεφής]], αυτός που έχει [[στεφάνι]] από λουλούδια, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, [[κισσός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιστεφής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[увенчанный]]: περιστεφὴς ἀνθέων [[θήκη]] Soph. убранная цветами могила; [[χώρα]] [[ὄρεσι]] π. Plut. край, опоясанный горами;<br /><b class="num">2)</b> обвивающий(ся) ([[κισσός]] Eur.).
|lstext='''περιστεφής''': -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.
}}
{{elnl
|elnltext=περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-στεφής, ές [[στέφω]]<br /><b class="num">I.</b> wreathed, [[crowned]], ἀνθέων π. with a [[crown]] of flowers, Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. twining, [[encircling]], [[κισσός]] Eur.
|mdlsjtxt=περι-στεφής, ές [[στέφω]]<br /><b class="num">I.</b> wreathed, [[crowned]], ἀνθέων π. with a [[crown]] of flowers, Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. twining, [[encircling]], [[κισσός]] Eur.
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστεφής Medium diacritics: περιστεφής Low diacritics: περιστεφής Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: peristephḗs Transliteration B: peristephēs Transliteration C: peristefis Beta Code: peristefh/s

English (LSJ)

ές, A wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, S.El.895. II Act., twining, encircling, κισσός E.Ph.651 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 594] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; χώρα ὄρεσι π., Plut. Fab. M. 6, – κισσός, Eur. Phoen. 654, akt.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné.
Étymologie: περιστέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.

Russian (Dvoretsky)

περιστεφής:
1) увенчанный: περιστεφὴς ἀνθέων θήκη Soph. убранная цветами могила; χώρα ὄρεσι π. Plut. край, опоясанный горами;
2) обвивающий(ся) (κισσός Eur.).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ περιστέφω
αυτός που περιβάλλεται από παντού σαν με στεφάνι, στεφανωμένος ολόγυρα
αρχ.
αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει κάτι, που περικυκλώνει κάτι.
επίρρ...
περιστεφῶς ΜΑ
με τρόπο περιστεφή.

Greek Monotonic

περιστεφής: -ές (στέφω),·
I. στεφανωμένος, εστεμμένος, ἀνθέων περιστεφής, αυτός που έχει στεφάνι από λουλούδια, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, κισσός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιστεφής: -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.

Middle Liddell

περι-στεφής, ές στέφω
I. wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, Soph.
II. act. twining, encircling, κισσός Eur.