πινακοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />marchands de petits oiseaux qu’on étalait sur une planche tout préparés pour être cuits.<br />'''Étymologie:''' [[πίναξ]], [[πωλέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />marchands de petits oiseaux qu’on étalait sur une planche tout préparés pour être cuits.<br />'''Étymologie:''' [[πίναξ]], [[πωλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πῑνᾰκοπώλης''': -ου, , = [[ὀρνεοπώλης]], «ὁ τὰ λιπαρὰ τῶν ὀρνέων ἐπὶ πινάκων πωλῶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πινακοπώλης]]· [[ὀρνιθοπώλης]], τίλλοντες γὰρ αὐτὰ καὶ τιθέντες ἐπὶ πίνακος ἐπώλουν, τὰ λοιπὰ ὁρμαθίζοντες».
|elnltext=πινακοπώλης -ου, ὁ [πίναξ, πωλέω] verkoper van schotels (met geplukt gevogelte erop).
}}
{{elru
|elrutext='''πῐνᾰκοπώλης:''' ου ὁ лотошник (продающий с лотка ощипанных птичек) Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πῐνᾰκοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέομαι]]), [[κάποιος]] που πουλά μικρά πουλιά μαδημένα και παρατεταγμένα σε σανίδες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πῐνᾰκοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέομαι]]), [[κάποιος]] που πουλά μικρά πουλιά μαδημένα και παρατεταγμένα σε σανίδες, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πῐνᾰκοπώλης:''' ου ὁ лотошник (продающий с лотка ощипанных птичек) Arph.
|lstext='''πῑνᾰκοπώλης''': -ου, ὁ, = [[ὀρνεοπώλης]], «ὁ τὰ λιπαρὰ τῶν ὀρνέων ἐπὶ πινάκων πωλῶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πινακοπώλης]]· [[ὀρνιθοπώλης]], τίλλοντες γὰρ αὐτὰ καὶ τιθέντες ἐπὶ πίνακος ἐπώλουν, τὰ λοιπὰ ὁρμαθίζοντες».
}}
{{elnl
|elnltext=πινακοπώλης -ου, ὁ [πίναξ, πωλέω] verkoper van schotels (met geplukt gevogelte erop).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῐνᾰκο-[[πώλης]], ου, ὁ, [[πωλέομαι]]<br />one who sells [[small]] birds plucked and ranged [[upon]] a [[board]], Ar.
|mdlsjtxt=πῐνᾰκο-[[πώλης]], ου, ὁ, [[πωλέομαι]]<br />one who sells [[small]] birds plucked and ranged [[upon]] a [[board]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰκοπώλης Medium diacritics: πινακοπώλης Low diacritics: πινακοπώλης Capitals: ΠΙΝΑΚΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: pinakopṓlēs Transliteration B: pinakopōlēs Transliteration C: pinakopolis Beta Code: pinakopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, one who sells small birds plucked and ranged upon a board, Ar.Av.14, cf. Sch.

German (Pape)

[Seite 616] ὁ, 1) Brettverkäufer. – 2) der auf einem Brette zusammengereih'te Vögel verkauft, Ar. Av. 14; Poll. 7, 197.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchands de petits oiseaux qu’on étalait sur une planche tout préparés pour être cuits.
Étymologie: πίναξ, πωλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πινακοπώλης -ου, ὁ [πίναξ, πωλέω] verkoper van schotels (met geplukt gevogelte erop).

Russian (Dvoretsky)

πῐνᾰκοπώλης: ου ὁ лотошник (продающий с лотка ощипанных птичек) Arph.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πουλούσε μαδημένα πουλερικά, τοποθετημένα πάνω σε ξύλινη σανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + -πώλης].

Greek Monotonic

πῐνᾰκοπώλης: -ου, ὁ (πωλέομαι), κάποιος που πουλά μικρά πουλιά μαδημένα και παρατεταγμένα σε σανίδες, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πῑνᾰκοπώλης: -ου, ὁ, = ὀρνεοπώλης, «ὁ τὰ λιπαρὰ τῶν ὀρνέων ἐπὶ πινάκων πωλῶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινακοπώλης· ὀρνιθοπώλης, τίλλοντες γὰρ αὐτὰ καὶ τιθέντες ἐπὶ πίνακος ἐπώλουν, τὰ λοιπὰ ὁρμαθίζοντες».

Middle Liddell

πῐνᾰκο-πώλης, ου, ὁ, πωλέομαι
one who sells small birds plucked and ranged upon a board, Ar.