περικωνέω: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br />enduire de poix <i>ou</i> de cirage.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κῶνος]]. | |btext=-ῶ :<br />enduire de poix <i>ou</i> de cirage.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κῶνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περικωνέω [περί, κῶνος] met pek insmeren. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικωνέω:''' [[ваксить]] (τὰ ἐμβάδια Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κῶνος]]), [[αλείφω]] [[ολόγυρα]] με [[πίσσα]], [[περικωνέω]] τὰ ἐμβάδια, [[μελανώνω]] υποδήματα, τα [[μαυρίζω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περικωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κῶνος]]), [[αλείφω]] [[ολόγυρα]] με [[πίσσα]], [[περικωνέω]] τὰ ἐμβάδια, [[μελανώνω]] υποδήματα, τα [[μαυρίζω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περικωνέω''': ([[κῶνος]] ΙΙ) [[ἀλείφω]] ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = [[περιρρομβέω]], Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι ([[οὕτως]] ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[κῶνος]]<br />to [[smear]] all [[over]] with [[pitch]], π. τὰ ἐμβάδια to [[black]] shoes, Ar. | |mdlsjtxt=fut. ήσω [[κῶνος]]<br />to [[smear]] all [[over]] with [[pitch]], π. τὰ ἐμβάδια to [[black]] shoes, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 October 2022
English (LSJ)
smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια black shoes, Ar. V.600.
German (Pape)
[Seite 581] umpichen, τὰ ἐμβάδια, Ar. Vesp. 600, scheint nur ein Putzen und Schmieren der Schuhe zu sein.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enduire de poix ou de cirage.
Étymologie: περί, κῶνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικωνέω [περί, κῶνος] met pek insmeren.
Russian (Dvoretsky)
περικωνέω: ваксить (τὰ ἐμβάδια Arph.).
Greek Monotonic
περικωνέω: μέλ. -ήσω (κῶνος), αλείφω ολόγυρα με πίσσα, περικωνέω τὰ ἐμβάδια, μελανώνω υποδήματα, τα μαυρίζω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περικωνέω: (κῶνος ΙΙ) ἀλείφω ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = περιρρομβέω, Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι (οὕτως ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι).
Middle Liddell
fut. ήσω κῶνος
to smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια to black shoes, Ar.