περιρροή: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />écoulement (d'un fleuve, <i>etc.</i>) vers un point déterminé.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />écoulement (d'un fleuve, <i>etc.</i>) vers un point déterminé.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιρροή''': , ῥοὴ ἐκ τῶν [[πέριξ]], ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] [[τύχη]]... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς [[ἕκαστος]] ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.
|elnltext=περιρροή -ῆς, ἡ [περιρρέω] eromheen stromend water.
}}
{{elru
|elrutext='''περιρροή:''' ἡ [[стекание]], [[сток]] Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''περιρροή:''' ἡ ([[περιρρέω]]), ροή γύρω από, σε Πλάτ.
|lsmtext='''περιρροή:''' ἡ ([[περιρρέω]]), ροή γύρω από, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιρροή:''' ἡ [[стекание]], [[сток]] Plat.
|lstext='''περιρροή''': , ῥοὴ ἐκ τῶν [[πέριξ]], ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] [[τύχη]]... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς [[ἕκαστος]] ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=περιρροή -ῆς, [περιρρέω] eromheen stromend water.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιρροή]], ἡ, [[περιρρέω]]<br />a [[flowing]] [[round]], Plat.
|mdlsjtxt=[[περιρροή]], ἡ, [[περιρρέω]]<br />a [[flowing]] [[round]], Plat.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρροή Medium diacritics: περιρροή Low diacritics: περιρροή Capitals: ΠΕΡΙΡΡΟΗ
Transliteration A: perirroḗ Transliteration B: perirroē Transliteration C: perirroi Beta Code: perirroh/

English (LSJ)

ἡ, A flowing round, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ… ἡ π. γιγνομένη according as each flows round, Pl.Phd.111e. II fluid, ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.CD1.13.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
écoulement (d'un fleuve, etc.) vers un point déterminé.
Étymologie: περιρρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιρροή -ῆς, ἡ [περιρρέω] eromheen stromend water.

Russian (Dvoretsky)

περιρροή:стекание, сток Plat.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιρρέω
1. η ροή, το ρεύμα από τα γύρω («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει κάθε ποταμός από τα πέριξ, Πλάτ.)
2. το ρευστό.

Greek Monotonic

περιρροή: ἡ (περιρρέω), ροή γύρω από, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιρροή: ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν πέριξ, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχη... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς ἕκαστος ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.

Middle Liddell

περιρροή, ἡ, περιρρέω
a flowing round, Plat.