παρακινδύνευσις: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />audace excessive, témérité.<br />'''Étymologie:''' [[παρακινδυνεύω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />audace excessive, témérité.<br />'''Étymologie:''' [[παρακινδυνεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρακινδύνευσις''': ἡ, ἐπικίνδυνον [[τόλμημα]], Θουκ. 5. 100.
|elnltext=παρακινδύνευσις -εως, ἡ [παρακινδυνεύω] risico.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακινδύνευσις:''' εως (δῡ) отважный шаг, опасное предприятие Thuc.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακινδύνευσις:''' ἡ, επικίνδυνο [[τόλμημα]], ριψοκίνδυνο [[εγχείρημα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''παρακινδύνευσις:''' ἡ, επικίνδυνο [[τόλμημα]], ριψοκίνδυνο [[εγχείρημα]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρακινδύνευσις:''' εως (δῡ) отважный шаг, опасное предприятие Thuc.
|lstext='''παρακινδύνευσις''': ἡ, ἐπικίνδυνον [[τόλμημα]], Θουκ. 5. 100.
}}
{{elnl
|elnltext=παρακινδύνευσις -εως, ἡ [παρακινδυνεύω] risico.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρακινδύνευσις]], εως, [from [[παρακινδυνεύω]]<br />a [[desperate]] [[venture]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[παρακινδύνευσις]], εως, [from [[παρακινδυνεύω]]<br />a [[desperate]] [[venture]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακινδύνευσις Medium diacritics: παρακινδύνευσις Low diacritics: παρακινδύνευσις Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΙΣ
Transliteration A: parakindýneusis Transliteration B: parakindyneusis Transliteration C: parakindynefsis Beta Code: parakindu/neusis

English (LSJ)

εως, ἡ, desperate venture, τὴν π. ποιεῖσθαι Th.5.100.

German (Pape)

[Seite 482] ἡ, das Wagen, waghaftes Un ternehmen; παρακινδύνευσιν ποιῶ, c. inf., Thuc. 5, 100; Sp., wie D. Hal. 1, 57.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
audace excessive, témérité.
Étymologie: παρακινδυνεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακινδύνευσις -εως, ἡ [παρακινδυνεύω] risico.

Russian (Dvoretsky)

παρακινδύνευσις: εως (δῡ) ἡ отважный шаг, опасное предприятие Thuc.

Greek Monotonic

παρακινδύνευσις: ἡ, επικίνδυνο τόλμημα, ριψοκίνδυνο εγχείρημα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακινδύνευσις: ἡ, ἐπικίνδυνον τόλμημα, Θουκ. 5. 100.

Middle Liddell

παρακινδύνευσις, εως, [from παρακινδυνεύω
a desperate venture, Thuc.