πολυσύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[συλλαβή]].
|btext=ος, ον :<br />formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[συλλαβή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολῠσύλλαβος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.
|elnltext=πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] met veel lettergrepen, polysyllabisch.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυσύλλᾰβος:''' [[многосложный]] (ὀνόματα Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολῠσύλλᾰβος:''' -ον ([[συλλαβή]]), [[πολυσύλλαβος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''πολῠσύλλᾰβος:''' -ον ([[συλλαβή]]), [[πολυσύλλαβος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυσύλλᾰβος:''' [[многосложный]] (ὀνόματα Luc.).
|lstext='''πολῠσύλλαβος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] met veel lettergrepen, polysyllabisch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠσύλλᾰβος, ον, [[συλλαβή]]<br />polysyllabic, Luc.
|mdlsjtxt=πολῠσύλλᾰβος, ον, [[συλλαβή]]<br />polysyllabic, Luc.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσύλλᾰβος Medium diacritics: πολυσύλλαβος Low diacritics: πολυσύλλαβος Capitals: ΠΟΛΥΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: polysýllabos Transliteration B: polysyllabos Transliteration C: polysyllavos Beta Code: polusu/llabos

English (LSJ)

ον, polysyllabic, D.H.Comp.11, Luc. Nec.9.

German (Pape)

[Seite 674] vielsylbig; Luc. Necyom. 9; Gramm.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.
Étymologie: πολύς, συλλαβή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] met veel lettergrepen, polysyllabisch.

Russian (Dvoretsky)

πολυσύλλᾰβος: многосложный (ὀνόματα Luc.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. (κυρίως για λέξη) αυτός που σύγκειται από πολλές συλλαβές.
επίρρ...
πολυσυλλάβως ΝΜΑ
με πολλές συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. μονο-σύλλαβος].

Greek Monotonic

πολῠσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), πολυσύλλαβος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσύλλαβος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.

Middle Liddell

πολῠσύλλᾰβος, ον, συλλαβή
polysyllabic, Luc.