πλινθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui porte des briques, manœuvre ; <i>titre d'une comédie de Diphile</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte des briques, manœuvre ; <i>titre d'une comédie de Diphile</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλινθοφόρος''': -ον, φέρων πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134· ― πλινθοφορέω, [[φέρω]], «κουβαλῶ» πλίνθους, [[αὐτόθι]] 1142, 1149.
|elnltext=πλινθοφόρος -ον [πλίνθος, φέρω] stenen dragend.
}}
{{elru
|elrutext='''πλινθοφόρος:''' ὁ [[подносчик кирпичей]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πλινθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει πλίνθους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλινθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει πλίνθους, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλινθοφόρος:''' ὁ [[подносчик кирпичей]] Arph.
|lstext='''πλινθοφόρος''': -ον, φέρων πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134· ― πλινθοφορέω, [[φέρω]], «κουβαλῶ» πλίνθους, [[αὐτόθι]] 1142, 1149.
}}
{{elnl
|elnltext=πλινθοφόρος -ον [πλίνθος, φέρω] stenen dragend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλινθο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[carrying]] bricks, Ar.
|mdlsjtxt=πλινθο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[carrying]] bricks, Ar.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθοφόρος Medium diacritics: πλινθοφόρος Low diacritics: πλινθοφόρος Capitals: ΠΛΙΝΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: plinthophóros Transliteration B: plinthophoros Transliteration C: plinthoforos Beta Code: plinqofo/ros

English (LSJ)

(parox.), ον, A carrying bricks, Ar. Av.1134: as substantive, PSI6.672.5 (iii B.C.), etc. 2 πλινθοφόρος, ἡ, name of a coin (cf. κιστοφόρος ΙΙ), Inscr.Délos461Bb49 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel tragend, Ar. Av. 1134.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des briques, manœuvre ; titre d'une comédie de Diphile.
Étymologie: πλίνθος, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλινθοφόρος -ον [πλίνθος, φέρω] stenen dragend.

Russian (Dvoretsky)

πλινθοφόρος:подносчик кирпичей Arph.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.)
2. το αρσ. ως ουσ.πλινθοφόρος
τεχνίτης που κουβαλά πλίνθους
3. το θηλ. ως ουσ.πλινθοφόρος
ονομασία νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιροφόρος.

Greek Monotonic

πλινθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει πλίνθους, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθοφόρος: -ον, ὁ φέρων πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134· ― πλινθοφορέω, φέρω, «κουβαλῶ» πλίνθους, αὐτόθι 1142, 1149.

Middle Liddell

πλινθο-φόρος, ον, φέρω
carrying bricks, Ar.