περικνημίς: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ῖδος (ἡ) :<br />armure des jambes, jambart.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κνήμη]].
|btext=ῖδος (ἡ) :<br />armure des jambes, jambart.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κνήμη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περικνημίς''': -ῖδος, , [[περικάλυμμα]] τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9.
|elnltext=περικνημίς -ίδος, ἡ [περί, κνήμη] scheenplaat.
}}
{{elru
|elrutext='''περικνημίς:''' ῖδος ἡ наголенник Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικνημίς:''' ἡ ([[κνήμη]]), [[κάλυμμα]] για το [[πόδι]], προστατευτικό της κνήμης, σε Πλούτ.
|lsmtext='''περικνημίς:''' ἡ ([[κνήμη]]), [[κάλυμμα]] για το [[πόδι]], προστατευτικό της κνήμης, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περικνημίς:''' ῖδος ἡ наголенник Plut.
|lstext='''περικνημίς''': -ῖδος, ἡ, [[περικάλυμμα]] τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9.
}}
{{elnl
|elnltext=περικνημίς -ίδος, [περί, κνήμη] scheenplaat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-[[κνημίς]], ίδος, ἡ, [[κνήμη]]<br />a [[covering]] for the leg, Plut.
|mdlsjtxt=περι-[[κνημίς]], ίδος, ἡ, [[κνήμη]]<br />a [[covering]] for the leg, Plut.
}}
}}

Revision as of 21:37, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικνημίς Medium diacritics: περικνημίς Low diacritics: περικνημίς Capitals: ΠΕΡΙΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: periknēmís Transliteration B: periknēmis Transliteration C: periknimis Beta Code: periknhmi/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, covering for the leg, gaiter, DH. 4.16, Plu. Phil. 9, Thd. Da. 3.21, PLond. 1.191.13 (ii AD).

German (Pape)

[Seite 580] ῖδος, ἡ, Bedeckung der Wade, Beinschiene; D. Hal. 4, 16; Plut. Philop. 9.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
armure des jambes, jambart.
Étymologie: περί, κνήμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικνημίς -ίδος, ἡ [περί, κνήμη] scheenplaat.

Russian (Dvoretsky)

περικνημίς: ῖδος ἡ наголенник Plut.

Greek Monotonic

περικνημίς: ἡ (κνήμη), κάλυμμα για το πόδι, προστατευτικό της κνήμης, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περικνημίς: -ῖδος, ἡ, περικάλυμμα τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9.

Middle Liddell

περι-κνημίς, ίδος, ἡ, κνήμη
a covering for the leg, Plut.