πολύκαπνος: Difference between revisions

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />rempli de fumée.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[καπνός]].
|btext=ος, ον :<br />rempli de fumée.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[καπνός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύκαπνος''': -ον, [[πλήρης]] καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.
|elnltext=πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκαπνος:''' [[задымленный]], [[закопченный]] ([[στέγος]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολύκαπνος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολύ]] καπνό, [[καπνώδης]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύκαπνος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολύ]] καπνό, [[καπνώδης]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύκαπνος:''' [[задымленный]], [[закопченный]] ([[στέγος]] Eur.).
|lstext='''πολύκαπνος''': -ον, [[πλήρης]] καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-καπνος, ον,<br />with [[much]] [[smoke]], [[smoky]], Eur.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-καπνος, ον,<br />with [[much]] [[smoke]], [[smoky]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκαπνος Medium diacritics: πολύκαπνος Low diacritics: πολύκαπνος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΠΝΟΣ
Transliteration A: polýkapnos Transliteration B: polykapnos Transliteration C: polykapnos Beta Code: polu/kapnos

English (LSJ)

ον, smoky, στέγος E.El.1140.

German (Pape)

[Seite 663] von od. mit vielem Rauche, στέγος, Eur. El. 1140.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli de fumée.
Étymologie: πολύς, καπνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.

Russian (Dvoretsky)

πολύκαπνος: задымленный, закопченный (στέγος Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καπνός (πρβλ. δύσ-καπνος)].

Greek Monotonic

πολύκαπνος: -ον, αυτός που έχει πολύ καπνό, καπνώδης, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκαπνος: -ον, πλήρης καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.

Middle Liddell

πολύ-καπνος, ον,
with much smoke, smoky, Eur.