προδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=détruire complètement <i>ou</i> anéantir auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διαφθείρω]].
|btext=détruire complètement <i>ou</i> anéantir auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διαφθείρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· [[διαφθείρω]] διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι [[προηγουμένως]], Θουκ. 1. 119., 6. 78.
|elnltext=προ-διαφθείρω tevoren vernietigen:. νομίσαντες προδιαφθαρέντων μὲν τῶν ἡμετέρων οὐδ’ αὐτοὶ σωθήσεσθαι in de mening dat wanneer onze (troepen) eerst vernietigd werden, er ook voor henzelf geen redding meer zou zijn Isocr. 4.97. omkopen:; προδιαφθείρας τοίνυν τοὺς κριτάς nadat hij dus de rechters had omgekocht Dem. 21.18; ptc. perf. pass.. πλῆθος ἐλπίσι καὶ λόγοις προδιεφθαρμένον een volksmassa die tevoren met mooie verwachtingen en woorden was bewerkt Plut. Nic. 12.1.
}}
{{elru
|elrutext='''προδιαφθείρω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее совершенно уничтожать]]: δεδιότες περὶ τῆ Ποτιδαίᾳ μὴ προδιαφθαρῇ Thuc. боясь, как бы у них до этого не была отнята Потидея;<br /><b class="num">2)</b> [[развращать]], [[совращать]] (τινὰ ἐλπίσι καὶ λόγοις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[подкупать]] (τοὺς κριτάς Dem.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προδιαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, [[καταστρέφω]] εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.· [[αφανίζω]] εκ των προτέρων, σε Δημ. — Παθ., σε Θουκ.
|lsmtext='''προδιαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, [[καταστρέφω]] εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.· [[αφανίζω]] εκ των προτέρων, σε Δημ. — Παθ., σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προδιαφθείρω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее совершенно уничтожать]]: δεδιότες περὶ τῆ Ποτιδαίᾳ μὴ προδιαφθαρῇ Thuc. боясь, как бы у них до этого не была отнята Потидея;<br /><b class="num">2)</b> [[развращать]], [[совращать]] (τινὰ ἐλπίσι καὶ λόγοις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[подкупать]] (τοὺς κριτάς Dem.).
|lstext='''προδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· [[διαφθείρω]] διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι [[προηγουμένως]], Θουκ. 1. 119., 6. 78.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-διαφθείρω tevoren vernietigen:. νομίσαντες προδιαφθαρέντων μὲν τῶν ἡμετέρων οὐδ’ αὐτοὶ σωθήσεσθαι in de mening dat wanneer onze (troepen) eerst vernietigd werden, er ook voor henzelf geen redding meer zou zijn Isocr. 4.97. omkopen:; προδιαφθείρας τοίνυν τοὺς κριτάς nadat hij dus de rechters had omgekocht Dem. 21.18; ptc. perf. pass.. πλῆθος ἐλπίσι καὶ λόγοις προδιεφθαρμένον een volksmassa die tevoren met mooie verwachtingen en woorden was bewerkt Plut. Nic. 12.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -φθερῶ<br />to [[ruin]] [[beforehand]], Isocr.: to [[bribe]] [[beforehand]], Dem.:—Pass., Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -φθερῶ<br />to [[ruin]] [[beforehand]], Isocr.: to [[bribe]] [[beforehand]], Dem.:—Pass., Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαφθείρω Medium diacritics: προδιαφθείρω Low diacritics: προδιαφθείρω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: prodiaphtheírō Transliteration B: prodiaphtheirō Transliteration C: prodiaftheiro Beta Code: prodiafqei/rw

English (LSJ)

A ruin, destroy beforehand, ναῦς ταῖς ἐμβολαῖς Plb.16.6.13:—Pass., Th.1.119, 6.78: c. gen., Lib.Or. 22.32. II corrupt, demoralize beforehand, τοὺς κριτάς prob. for προσ- in D.21.18; ἡγεμόνας Plb.5.4.11:—Pass., Isoc.Ep.2.8. 2 Pass., of milk, go bad beforehand, Sor.1.88.

German (Pape)

[Seite 716] vorher gänzlich verderben, vernichten; Thuc. 1, 119; προδιαφθαρείς, Isocr. 4, 97; τοὺς κριτὰς τῷ ἀγῶνι, bestechen, Dem. 21, 18; Pol. 5, 4, 11. 16, 6, 13.

French (Bailly abrégé)

détruire complètement ou anéantir auparavant.
Étymologie: πρό, διαφθείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-διαφθείρω tevoren vernietigen:. νομίσαντες προδιαφθαρέντων μὲν τῶν ἡμετέρων οὐδ’ αὐτοὶ σωθήσεσθαι in de mening dat wanneer onze (troepen) eerst vernietigd werden, er ook voor henzelf geen redding meer zou zijn Isocr. 4.97. omkopen:; προδιαφθείρας τοίνυν τοὺς κριτάς nadat hij dus de rechters had omgekocht Dem. 21.18; ptc. perf. pass.. πλῆθος ἐλπίσι καὶ λόγοις προδιεφθαρμένον een volksmassa die tevoren met mooie verwachtingen en woorden was bewerkt Plut. Nic. 12.1.

Russian (Dvoretsky)

προδιαφθείρω:
1) ранее совершенно уничтожать: δεδιότες περὶ τῆ Ποτιδαίᾳ μὴ προδιαφθαρῇ Thuc. боясь, как бы у них до этого не была отнята Потидея;
2) развращать, совращать (τινὰ ἐλπίσι καὶ λόγοις Plut.);
3) подкупать (τοὺς κριτάς Dem.).

Greek Monolingual

Α
1. καταστρέφω εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», Θουκ.)
2. διαφθείρω με δωροδοκία («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», Δημοσθ.)
3. (για γάλα) αλλοιώνομαι, χαλώ από πριν.

Greek Monotonic

προδιαφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.· αφανίζω εκ των προτέρων, σε Δημ. — Παθ., σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω, ἀφανίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· διαφθείρω διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι προηγουμένως, Θουκ. 1. 119., 6. 78.

Middle Liddell

fut. -φθερῶ
to ruin beforehand, Isocr.: to bribe beforehand, Dem.:—Pass., Thuc.