πρέσβα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης;<br /><i>adj.</i><br />vénérable.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πρέσβυς]].
|btext=ης;<br /><i>adj.</i><br />vénérable.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πρέσβυς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρέσβᾰ''': -ης, -ἡ, ἀρχ. Ἐπικ. θηλ. τοῦ [[πρέσβυς]] (κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ δῖα, πότνα), σεβαστή, [[ἔντιμος]], τετιμημένη, ([[οὐδέποτε]] ἡ προβεβηκυῖα)· ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς Ἥρας, Ἥρη [[πρέσβα]] θεὰ Ε. 721, Θ. 383, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[πρέσβα]] Διὸς [[θυγάτηρ]] Ἄτη Τ. 91· ἐν τῇ Ὀδ., ἐπὶ θνητῆς, [[πρέσβα]] Κλυμένοιο θυγατρῶν Γ. 452· ― πρβλ. πρέσβειρα, [[πρεσβηίς]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πρέσβα]]· [[ἔντιμος]], πρεσβυτάτη, σεμνή».
|elnltext=πρέσβα [~ πρέσβυς] alleen nom. en vocat., als adj. f., eerbiedwaardig (meestal van een godin).
}}
{{elru
|elrutext='''πρέσβᾰ:''' adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[старшая]] ([[Εὐρυδίκη]], π. Κλυμένοιο θυγατρῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[почтенная]], [[высокая]], [[великая]] (Ἣρη, π. [[θεά]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πρέσβᾰ:''' -ης, ἡ, Επικ. θηλ. του [[πρέσβυς]], σεβαστή, τιμημένη, [[συνήθως]] λέγεται για την Ήρα, [[Ἥρη]], [[πρέσβα]] [[θεά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πρέσβᾰ:''' -ης, ἡ, Επικ. θηλ. του [[πρέσβυς]], σεβαστή, τιμημένη, [[συνήθως]] λέγεται για την Ήρα, [[Ἥρη]], [[πρέσβα]] [[θεά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρέσβᾰ:''' adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[старшая]] ([[Εὐρυδίκη]], π. Κλυμένοιο θυγατρῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[почтенная]], [[высокая]], [[великая]] (Ἣρη, π. [[θεά]] Hom.).
|lstext='''πρέσβᾰ''': -ης, -ἡ, ἀρχ. Ἐπικ. θηλ. τοῦ [[πρέσβυς]] (κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ δῖα, πότνα), σεβαστή, [[ἔντιμος]], τετιμημένη, ([[οὐδέποτε]] ἡ προβεβηκυῖα)· ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς Ἥρας, Ἥρη [[πρέσβα]] θεὰ Ε. 721, Θ. 383, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[πρέσβα]] Διὸς [[θυγάτηρ]] Ἄτη Τ. 91· ἐν τῇ Ὀδ., ἐπὶ θνητῆς, [[πρέσβα]] Κλυμένοιο θυγατρῶν Γ. 452· ― πρβλ. πρέσβειρα, [[πρεσβηίς]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πρέσβα]]· [[ἔντιμος]], πρεσβυτάτη, σεμνή».
}}
{{elnl
|elnltext=πρέσβα [~ πρέσβυς] alleen nom. en vocat., als adj. f., eerbiedwaardig (meestal van een godin).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρέσβᾰ, ης,<br />epic fem. of [[πρέσβυς]], the [[august]], [[honoured]], [[mostly]] of [[Hera]], Ἥρη, [[πρέσβα]] θεά Il.
|mdlsjtxt=πρέσβᾰ, ης,<br />epic fem. of [[πρέσβυς]], the [[august]], [[honoured]], [[mostly]] of [[Hera]], Ἥρη, [[πρέσβα]] θεά Il.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβᾰ Medium diacritics: πρέσβα Low diacritics: πρέσβα Capitals: ΠΡΕΣΒΑ
Transliteration A: présba Transliteration B: presba Transliteration C: presva Beta Code: pre/sba

English (LSJ)

(only nom.), ἡ, Ep. fem. of πρέσβυς, august, honoured (never aged); in Il. mostly of Hera, Ἥρη πρέσβα θεά 5.721, 8.383, al.; πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη 19.91; later, π. Δίκη Q.S.13.378; in Od., of a mortal, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν 3.452.

German (Pape)

[Seite 698] ἡ, bes. altep. fem. zu πρέσβυς, die vornehme, ehrwürdige; Ἥρη, πρέσβα θεά, Il. 5, 721 u. öfter; auch Ἄτη, 19, 91; in der Od. auch von einer sterblichen Frau, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν, 3, 452.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj.
vénérable.
Étymologie: cf. πρέσβυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβα [~ πρέσβυς] alleen nom. en vocat., als adj. f., eerbiedwaardig (meestal van een godin).

Russian (Dvoretsky)

πρέσβᾰ: adj. f
1) старшая (Εὐρυδίκη, π. Κλυμένοιο θυγατρῶν Hom.);
2) почтенная, высокая, великая (Ἣρη, π. θεά Hom.).

English (Autenrieth)

see πρέσβυς.

Greek Monolingual

και πρέσβεα και πρέσβεια, ἡ, Α
(ως επικ. τ. θηλ. του πρέσβυς)
1. σεβαστή, τιμημένη
2. ως κύριο όν. Πρέσβα
α) (στην Ιλιάδα) προσωνυμία της Ήρας
β) (στην Οδύσσεια) προσωνυμία θνητής
γ) προσωνυμία της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικοί τ. θηλ. του πρέσβυς σχηματισμένοι πιθ. προς διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

πρέσβᾰ: -ης, ἡ, Επικ. θηλ. του πρέσβυς, σεβαστή, τιμημένη, συνήθως λέγεται για την Ήρα, Ἥρη, πρέσβα θεά, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβᾰ: -ης, -ἡ, ἀρχ. Ἐπικ. θηλ. τοῦ πρέσβυς (κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ δῖα, πότνα), σεβαστή, ἔντιμος, τετιμημένη, (οὐδέποτε ἡ προβεβηκυῖα)· ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς Ἥρας, Ἥρη πρέσβα θεὰ Ε. 721, Θ. 383, κτλ.· ὡσαύτως, πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη Τ. 91· ἐν τῇ Ὀδ., ἐπὶ θνητῆς, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν Γ. 452· ― πρβλ. πρέσβειρα, πρεσβηίς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβα· ἔντιμος, πρεσβυτάτη, σεμνή».

Middle Liddell

πρέσβᾰ, ης,
epic fem. of πρέσβυς, the august, honoured, mostly of Hera, Ἥρη, πρέσβα θεά Il.