προδιέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.2</i> προδιῆλθον, <i>etc.</i><br />parcourir <i>ou</i> traverser auparavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διέρχομαι]].
|btext=<i>ao.2</i> προδιῆλθον, <i>etc.</i><br />parcourir <i>ou</i> traverser auparavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διέρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προδιέρχομαι''': [[διέρχομαι]] ἢ διεισδύω πρότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, πρβλ. 78F, 170F κτλ.· Νέστορος προδιελήλυθεν [[ἀρετὴ]] τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοὰς Ξεν. Κυν. 1, 7. ΙΙ. [[διέρχομαι]] ἢ διηγοῦμαι πρότερον, τι Διόδ. 1. 9· [[περί]] τινος 3. 11, κ. ἄλλ.
|elnltext=προ-διέρχομαι van tevoren helemaal door... heen gaan; spec. van ontlasting:. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''προδιέρχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее]] (уже) проходить или проникать (τὰς ἀκοάς τινος Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[обстоятельно излагать]] (τι и περί τινος Diod.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προδιέρχομαι:''' αποθ., [[διέρχομαι]] εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από [[πριν]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προδιέρχομαι:''' αποθ., [[διέρχομαι]] εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από [[πριν]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προδιέρχομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ранее]] (уже) проходить или проникать (τὰς ἀκοάς τινος Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[обстоятельно излагать]] (τι и περί τινος Diod.).
|lstext='''προδιέρχομαι''': [[διέρχομαι]] ἢ διεισδύω πρότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, πρβλ. 78F, 170F κτλ.· Νέστορος προδιελήλυθεν [[ἀρετὴ]] τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοὰς Ξεν. Κυν. 1, 7. ΙΙ. [[διέρχομαι]] ἢ διηγοῦμαι πρότερον, τι Διόδ. 1. 9· [[περί]] τινος 3. 11, κ. ἄλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-διέρχομαι van tevoren helemaal door... heen gaan; spec. van ontlasting:. Hp.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. to go [[through]] [[before]], Xen.
|mdlsjtxt=Dep. to go [[through]] [[before]], Xen.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιέρχομαι Medium diacritics: προδιέρχομαι Low diacritics: προδιέρχομαι Capitals: ΠΡΟΔΙΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prodiérchomai Transliteration B: prodierchomai Transliteration C: prodierchomai Beta Code: prodie/rxomai

English (LSJ)

A go through before, of motions of the bowels, Hp. Acut.67, cf. Coac.64; Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοάς X.Cyn.1.7. II go through or narrate before, ὃν τρόπον γέγραπται Aeschin.2.67; τι D.S.1.9; αἰτίαν J.AJ4.2.1; περί τινος D.S.3.11; ὡς… J.AJ12.3.3. III of time, precede, τῷ προδιεληλυθότι ἔτει the year before last, POxy.1706.15 (iii A.D.); τῷ προδιελθόντι ἔτει PSI4.295.7(iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 716] (s. ἔρχομαι), vorher durchgehen, Xen. Cyn. 1, 47.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προδιῆλθον, etc.
parcourir ou traverser auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-διέρχομαι van tevoren helemaal door... heen gaan; spec. van ontlasting:. Hp.

Russian (Dvoretsky)

προδιέρχομαι:
1) ранее (уже) проходить или проникать (τὰς ἀκοάς τινος Xen.);
2) обстоятельно излагать (τι и περί τινος Diod.).

Greek Monolingual

Α
1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου από πριν
2. διηγούμαι κάτι προηγουμένως («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῖν ὑμῖν βούλομαι», Αισχίν.)
3. (για χρόνο) προηγούμαι («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διέρχομαι «περνώ, διηγούμαι με λεπτομέρειες»].

Greek Monotonic

προδιέρχομαι: αποθ., διέρχομαι εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από πριν, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προδιέρχομαι: διέρχομαι ἢ διεισδύω πρότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, πρβλ. 78F, 170F κτλ.· Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοὰς Ξεν. Κυν. 1, 7. ΙΙ. διέρχομαι ἢ διηγοῦμαι πρότερον, τι Διόδ. 1. 9· περί τινος 3. 11, κ. ἄλλ.

Middle Liddell

Dep. to go through before, Xen.