πλανύττω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=errer.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνη]].
|btext=errer.<br />'''Étymologie:''' [[πλάνη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλᾰνύττω''': πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.
|elnltext=πλανύττω [πλάνος] zwerven.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰνύττω:''' [[бродить]], [[блуждать]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πλᾰνύττω:''' = <i>πλανάομαι</i>, περιπλανιέμαι [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλᾰνύττω:''' = <i>πλανάομαι</i>, περιπλανιέμαι [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλᾰνύττω:''' [[бродить]], [[блуждать]] Arph.
|lstext='''πλᾰνύττω''': πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=πλανύττω [πλάνος] zwerven.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾰνύττω, = πλανάομαι]<br />to [[wander]] [[about]], Ar.
|mdlsjtxt=πλᾰνύττω, = πλανάομαι]<br />to [[wander]] [[about]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνύττω Medium diacritics: πλανύττω Low diacritics: πλανύττω Capitals: ΠΛΑΝΥΤΤΩ
Transliteration A: planýttō Transliteration B: planyttō Transliteration C: planytto Beta Code: planu/ttw

English (LSJ)

= πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.

German (Pape)

[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.

French (Bailly abrégé)

errer.
Étymologie: πλάνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλανύττω [πλάνος] zwerven.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰνύττω: бродить, блуждать Arph.

Greek Monolingual

ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].

Greek Monotonic

πλᾰνύττω: = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.

Middle Liddell

πλᾰνύττω, = πλανάομαι]
to wander about, Ar.