προπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=faire auparavant <i>ou</i> avant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πράσσω]].
|btext=faire auparavant <i>ou</i> avant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προπράσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πράττω]] πρότερον, τι Δίων Κ. 52. 13· τὰ προπεπραγμένα Ἀριστ. Ποιητ. 18. 3, Λουκ. Δίκη Φων. 2. ΙΙ. ἐκτελῶ πρῶτον, προπράσσων χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς Αἰσχύλ. Χο. 834 (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ)
|elnltext=προπράσσω Ion. voor προπράττω.
}}
{{elru
|elrutext='''προπράσσω:''' атт. [[προπράττω]] делать (за)ранее: π. χάριτάς τινι Aesch. осчастливить кого-л.; τὰ προπεπραγμένα Arst. прежние действия или события, ранее случившиеся.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω εκ των προτέρων, σε Αριστ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιβάλλω]], [[εκτελώ]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω εκ των προτέρων, σε Αριστ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιβάλλω]], [[εκτελώ]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προπράσσω:''' атт. [[προπράττω]] делать (за)ранее: π. χάριτάς τινι Aesch. осчастливить кого-л.; τὰ προπεπραγμένα Arst. прежние действия или события, ранее случившиеся.
|lstext='''προπράσσω''': Ἀττ. -ττω, [[πράττω]] πρότερον, τι Δίων Κ. 52. 13· τὰ προπεπραγμένα Ἀριστ. Ποιητ. 18. 3, Λουκ. Δίκη Φων. 2. ΙΙ. ἐκτελῶ πρῶτον, προπράσσων χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς Αἰσχύλ. Χο. 834 (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ)
}}
{{elnl
|elnltext=προπράσσω Ion. voor προπράττω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to do [[before]], Arist., Luc.<br /><b class="num">II.</b> to [[exact]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to do [[before]], Arist., Luc.<br /><b class="num">II.</b> to [[exact]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπράσσω Medium diacritics: προπράσσω Low diacritics: προπράσσω Capitals: ΠΡΟΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: proprássō Transliteration B: proprassō Transliteration C: proprasso Beta Code: propra/ssw

English (LSJ)

Att. προπράττω, A do before, τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ D.C.52.13:—Pass., τὰ προπεπραγμένα Arist.Po.1455b30, Luc.Jud.Voc.2; τὰ προπραχθέντα LXX 1 Es.1.33. II exact, χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς A.Ch. 834(lyr.).

German (Pape)

[Seite 741] att. -ττω, vorher od. eher thun, als ein Anderer; Aesch. Ch. 821; τοῖς προπεπραγμένοις ἀεί τι μεῖζον προστιθέν, Luc. iud. voc. 2.

French (Bailly abrégé)

faire auparavant ou avant qqn.
Étymologie: πρό, πράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπράσσω Ion. voor προπράττω.

Russian (Dvoretsky)

προπράσσω: атт. προπράττω делать (за)ранее: π. χάριτάς τινι Aesch. осчастливить кого-л.; τὰ προπεπραγμένα Arst. прежние действия или события, ранее случившиеся.

Greek Monolingual

και αττ. τ. προπράττω Α
1. κάνω κάτι προηγουμένως
2. εκτελώ κατά πρώτον («προπράσσων χάριτας ὀργᾱς λυγρᾱς», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

προπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω·
I. κάνω εκ των προτέρων, σε Αριστ., Λουκ.
II. επιβάλλω, εκτελώ, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προπράσσω: Ἀττ. -ττω, πράττω πρότερον, τι Δίων Κ. 52. 13· τὰ προπεπραγμένα Ἀριστ. Ποιητ. 18. 3, Λουκ. Δίκη Φων. 2. ΙΙ. ἐκτελῶ πρῶτον, προπράσσων χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς Αἰσχύλ. Χο. 834 (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ)

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
I. to do before, Arist., Luc.
II. to exact, Aesch.