προσμηχανάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶμαι;<br /><i>au sens Pass.</i><br />être fixé <i>ou</i> attaché à.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μηχανάω]].
|btext=-ῶμαι;<br /><i>au sens Pass.</i><br />être fixé <i>ou</i> attaché à.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μηχανάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσμηχᾰνάομαι''': Παθητ., εὐφυῶς προσάπτομαι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 541, 643. ΙΙ. Μέσ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[ἐξευρίσκω]] δι’ ἐμαυτόν, πορίζομαι, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Πλάτ. Πολ. 467C· διατριβὴν Διον. Ἁλ. 7. 37.
|elnltext=προσ-μηχανάομαι, med. erop bevestigen:; Σφίγγ’... προσμεμηχανημένην γόμφοις de Sfinx die er met nagels op bevestigd is Aeschl. Sept. 541; erbij tot stand brengen. προσμηχανᾶσθαι δ’ αὐτοῖς ἀσφάλειαν voor hen ook nog veiligheid bewerken Plat. Resp. 467c.
}}
{{elru
|elrutext='''προσμηχᾰνάομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть приделанным]], [[быть укрепленным]] (προσμεμηχανημένος γόμφοις Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[устраивать]], [[обеспечивать]] (ἀσφάλειάν τινι Plat.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσμηχᾰνάομαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[επινοώ]] ή [[βρίσκω]] για τον εαυτό μου, <i>αὐτοῖς ἀσφάλειαν</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσμηχᾰνάομαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[επινοώ]] ή [[βρίσκω]] για τον εαυτό μου, <i>αὐτοῖς ἀσφάλειαν</i>, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσμηχᾰνάομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть приделанным]], [[быть укрепленным]] (προσμεμηχανημένος γόμφοις Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[устраивать]], [[обеспечивать]] (ἀσφάλειάν τινι Plat.).
|lstext='''προσμηχᾰνάομαι''': Παθητ., εὐφυῶς προσάπτομαι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 541, 643. ΙΙ. Μέσ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[ἐξευρίσκω]] δι’ ἐμαυτόν, πορίζομαι, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Πλάτ. Πολ. 467C· διατριβὴν Διον. Ἁλ. 7. 37.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-μηχανάομαι, med. erop bevestigen:; Σφίγγ’... προσμεμηχανημένην γόμφοις de Sfinx die er met nagels op bevestigd is Aeschl. Sept. 541; erbij tot stand brengen. προσμηχανᾶσθαι δ’ αὐτοῖς ἀσφάλειαν voor hen ook nog veiligheid bewerken Plat. Resp. 467c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Pass. to be [[cunningly]] fastened to or [[upon]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[contrive]] or [[procure]] for [[oneself]], αὐτοῖς ἀσφάλειαν Plat.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Pass. to be [[cunningly]] fastened to or [[upon]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[contrive]] or [[procure]] for [[oneself]], αὐτοῖς ἀσφάλειαν Plat.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμηχᾰνάομαι Medium diacritics: προσμηχανάομαι Low diacritics: προσμηχανάομαι Capitals: ΠΡΟΣΜΗΧΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: prosmēchanáomai Transliteration B: prosmēchanaomai Transliteration C: prosmichanaomai Beta Code: prosmhxana/omai

English (LSJ)

Pass., A to be cunningly fastened to or upon, A. Th.541,643. II Med., contrive or procure for oneself, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Pl.R.467c; διατριβὴν ἑτέραν D.H.7.37; τούτοις ἄλλα παράδοξα J.AJ8.13.1; τιθασεύματα Porph.Abst.1.9.

German (Pape)

[Seite 772] noch dazu ersinnen, αὐτοῖς ἀσφάλειαν, Plat. Rep. V, 467 c; künstlich hinzusetzen, perf. in pass. Bdtg, σῆμα προσμεμηχανημένον, Aesch. Spt. 625, vgl. 523.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
au sens Pass.
être fixé ou attaché à.
Étymologie: πρός, μηχανάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-μηχανάομαι, med. erop bevestigen:; Σφίγγ’... προσμεμηχανημένην γόμφοις de Sfinx die er met nagels op bevestigd is Aeschl. Sept. 541; erbij tot stand brengen. προσμηχανᾶσθαι δ’ αὐτοῖς ἀσφάλειαν voor hen ook nog veiligheid bewerken Plat. Resp. 467c.

Russian (Dvoretsky)

προσμηχᾰνάομαι:
1) быть приделанным, быть укрепленным (προσμεμηχανημένος γόμφοις Aesch.);
2) устраивать, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Plat.).

Greek Monotonic

προσμηχᾰνάομαι:I. Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.
II. Μέσ., επινοώ ή βρίσκω για τον εαυτό μου, αὐτοῖς ἀσφάλειαν, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσμηχᾰνάομαι: Παθητ., εὐφυῶς προσάπτομαι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 541, 643. ΙΙ. Μέσ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, ἐξευρίσκω δι’ ἐμαυτόν, πορίζομαι, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Πλάτ. Πολ. 467C· διατριβὴν Διον. Ἁλ. 7. 37.

Middle Liddell


I. Pass. to be cunningly fastened to or upon, Aesch.
II. Mid. to contrive or procure for oneself, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Plat.