προτροπή: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />excitation, encouragement.<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />excitation, encouragement.<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προτροπή''': , ([[προτρέπω]]) [[παρακίνησις]], [[παρόρμησις]], Τίμ. Λοκρ. 103Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀποτροπή]], συμβουλῆς δὲ τὸ μὲν προτροπὴ τὸ δὲ ἀποτροπὴ Ἀριστ. Ρητορ.· 1. 3, 3· πρ. ἔχειν [[πρός]] τι Πλάτ. Νόμ. 920Β· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 408D· εἴς τι Πλούτ. 2. 1128 Α. ΙΙ. = [[τροπή]], Ἀρρ. Ἀν. 5. 28.
|elnltext=προτροπή -ῆς, ἡ [προτρέπω] aansporing, aanmoediging.
}}
{{elru
|elrutext='''προτροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[побуждение]], [[поощрение]] (ἐπί τι Plat. и εἴς τι Plut.; συμβουλῆς τὸ μὲν π., τὸ δὲ [[ἀποτροπή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[наклонность]], [[склонность]] (πρός τι Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προτροπή:''' ἡ ([[προτρέπω]]), [[προτροπή]], [[παραίνεση]], [[παρακίνηση]], σε Αριστ.
|lsmtext='''προτροπή:''' ἡ ([[προτρέπω]]), [[προτροπή]], [[παραίνεση]], [[παρακίνηση]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προτροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[побуждение]], [[поощрение]] (ἐπί τι Plat. и εἴς τι Plut.; συμβουλῆς τὸ μὲν π., τὸ δὲ [[ἀποτροπή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[наклонность]], [[склонность]] (πρός τι Plat.).
|lstext='''προτροπή''': , ([[προτρέπω]]) [[παρακίνησις]], [[παρόρμησις]], Τίμ. Λοκρ. 103Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀποτροπή]], συμβουλῆς δὲ τὸ μὲν προτροπὴ τὸ δὲ ἀποτροπὴ Ἀριστ. Ρητορ.· 1. 3, 3· πρ. ἔχειν [[πρός]] τι Πλάτ. Νόμ. 920Β· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 408D· εἴς τι Πλούτ. 2. 1128 Α. ΙΙ. = [[τροπή]], Ἀρρ. Ἀν. 5. 28.
}}
{{elnl
|elnltext=προτροπή -ῆς, ἡ [προτρέπω] aansporing, aanmoediging.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προτροπή]], ἡ, [[προτρέπω]]<br />[[exhortation]], Arist.
|mdlsjtxt=[[προτροπή]], ἡ, [[προτρέπω]]<br />[[exhortation]], Arist.
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτροπή Medium diacritics: προτροπή Low diacritics: προτροπή Capitals: ΠΡΟΤΡΟΠΗ
Transliteration A: protropḗ Transliteration B: protropē Transliteration C: protropi Beta Code: protroph/

English (LSJ)

ἡ, A exhortation, encouragement, Democr.181, Ti.Locr.104a (pl.), S.E.M.1.98, etc.; opp. ἀποτροπή, Arist.Rh.1358b8, Phld.Rh.1.65 S., cf. Stoic.2.287 (pl.); ἡ Σωκράτους π. ἡμῶν ἐπ' ἀρετήν Pl.Clit.408d; ἡ εἰς ἀδοξίαν π. Plu.2.1128b; εἰς προτροπὴν ἀρετῆς Onos.1.13, cf. IG5(1).1331.10 (Cardamyle); incitement to virtue, Diogenian.Epicur.3.6 (pl.); concrete, of persons, ἵνα τοῖς λοιποῖς προτροπὴ ὦσι Supp.Epigr.3.583.24 (Olbia, ii/iii A.D.). 2 urgent invitation, behest, κατὰ τὴν π. τῆς βουλῆς POxy.1252v.27 (iii A.D.), cf. 1415.23 (iii A.D.), BGU618.19 (iii A.D.). II impulse, Pl.Lg.920b (ed.Ald. for ῥοπή), Herod. Med. ap. Orib.6.20.14, Corn.ND27. III driving force, διὰ τὴν τῆς θαλάττης π. Dion.Byz.3.

German (Pape)

[Seite 794] ἡ, Ermunterung, Aufmunterung, Antrieb; ἃ προτροπὴν ἔχει τινὰ ἰσχυρὰν πρὸς τὸ προτρέπειν, Plat. Legg. XI, 920 b; u. so Folgde, wie Pol. 9, 10, 10; εἰ δή τις προτροπὴ ἐμπεσοῦσα εὐπειθεστέρους παρέξει, Arr. An. 5, 28, ein Beweggrund.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
excitation, encouragement.
Étymologie: προτρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτροπή -ῆς, ἡ [προτρέπω] aansporing, aanmoediging.

Russian (Dvoretsky)

προτροπή:
1) побуждение, поощрение (ἐπί τι Plat. и εἴς τι Plut.; συμβουλῆς τὸ μὲν π., τὸ δὲ ἀποτροπή Arst.);
2) наклонность, склонность (πρός τι Plat.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προτρέπω
1. παρόρμηση, παρακίνηση (α. «οι προτροπές της δεν είχαν απήχηση» β. «ἡ Σωκράτους προτροπὴ ἡμῶν ἐπ' ἀρετὴν», Κλειτ.)
αρχ.
1. επείγουσα πρόσκληση («κατὰ τὴν προτροπὴν τῆς βουλῆς», πάπ.)
2. αυθόρμητη παρώθηση
3. απωστική δύναμη
4. τροπή
5. μτφ. αιτία.

Greek Monotonic

προτροπή: ἡ (προτρέπω), προτροπή, παραίνεση, παρακίνηση, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

προτροπή: ἡ, (προτρέπω) παρακίνησις, παρόρμησις, Τίμ. Λοκρ. 103Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀποτροπή, συμβουλῆς δὲ τὸ μὲν προτροπὴ τὸ δὲ ἀποτροπὴ Ἀριστ. Ρητορ.· 1. 3, 3· πρ. ἔχειν πρός τι Πλάτ. Νόμ. 920Β· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 408D· εἴς τι Πλούτ. 2. 1128 Α. ΙΙ. = τροπή, Ἀρρ. Ἀν. 5. 28.

Middle Liddell

προτροπή, ἡ, προτρέπω
exhortation, Arist.